Ρωτώντας πας στην Πόλη αλλά μαθαίνεις και πράγματα που κανένα google ποτέ δε θα σου πει. Μυστικά μαντζούνια, ερωτήσεις κάπως άβολες ή αδιάκριτες, απορίες για τις μεγάλες ώρες, τιπς για τη δουλειά ή συνταγές ξεχασμένες, ό,τι δεν ήξερες ότι ήθελες να μάθεις, θα στο πουν τα μικρά μας ρεπορτάζ.
Γράφει ο Παναγιώτης Λαμπρίδης.
Τα παλαιά τα χρόνια είχα γνωρίσει ένα ατομάκι σε νησί. Αυτή μπαργούμαν κι εγώ άφραγκος, μόλις απολυμένος φαντάρος. Το κορίτσι μια χαρά τσόνταρε για τσιγάρα, έσπρωχνε ποτάκια τσαμπέ κι όλα καλά. Για να μην τα πολυσκαλίζω, γυρίζουμε μαζί Αθήνα με το πλοίο. Εκεί την πιάνει ένας ντουβρουτζάς να κάνουμε σ3ξ. Πού να πάμε, πού να πάμε, τουαλέτες σίχαμα, ψάχνουμε για αλλού. Καταλήγουμε τελικά στο πάνω πάνω κατάστρωμα στο φουγάρο εκεί που είχαν τη φύλαξη κατοικιδίων. Ερημιά, τα σκυλάκια ήσυχα, ξεκινάμε δουλίτσα. Έλα που όμως τα σκυλάκια ζήλεψαν και άρχισαν τα γαφ-γουφ. Εμείς τώρα πώς να σταματήσουμε; Ε και δεν περνάνε 3 λεπτά κι έρχομαι αντιμέτωπος με τυπάκι που ερχόταν να ελέγξει το σκυλί. Κοιταζόμαστε στα μάτια -κι η κοπέλα δεν έχει καταλάβει τίποτα. Λέει το τυπάκι ένα «ωπ», λέω εγώ «επ», μεταβολή και φεύγει. Κάνει η κοπελίτσα, «είπες κάτι;», «τίποτα, τίποτα μια χαρά συνέχισε» της απαντάω. Τελειώνουμε τη φάση. Γυρίζουμε στις καρέκλες. Δεν της είπα τίποτα. Ποτέ.
Μας εξομολογείται η Τ.
Έφηβη λοιπόν και πρωτάρα, τον καλώ στο σπίτι για να ακούσουμε μουσική και να παίξουμε στο δωμάτιο μου. Οι δικοί μου φεύγουν καθώς είχαν ταξίδι και είμαστε τελείως μόνοι. Από τις πρώτες μας φορές που ο ενθουσιασμός είναι στα ύψη και οι αντιστάσεις στα τάρταρα, μας παίρνει το πάθος αμπάριζα και δε σκεφτήκαμε ούτε την πόρτα να κλειδώσουμε. Όλα βαίνουν καλώς, περνάμε τη στιγμή της ζωής μας ώσπου την ώρα της κορύφωσης (του) ακούγεται ένας θόρυβος. Πάνω στον πανικό μου, νόμιζα ότι κάποιος γύρισε στο σπίτι. Έξω από το δωμάτιο μου, στο μπαλκόνι υπήρχε μια σειρά με γλάστρες διότι μου άρεσαν τα φυτά -χωρίς βέβαια να ξέρω ότι θα αποδειχθούν και πολύ χρήσιμα. Χωρίς να το σκεφτώ τον έστειλα απευθείας στη γλαστρούλα απ’ έξω να κάνει την «κατάθεση» του , ντύθηκα στα γρήγορα και πήγα στην πόρτα να δω ποιος ήταν, με την ελπίδα ότι δε φαίνομαι αναψοκοκκινισμένη, ξεμαλλιασμένη, ιδρωμένη με ύφος “i just had sex, twice”. Ανοίγω και τι να δω; Ήταν η γάτα. Παίρνω μια ανάσα και πάω να του πω ότι όλα είναι καλά και τον βλέπω να κάθεται έξω γεμάτος απορία, λες κι είχε περάσει ένα τραυματικό συμβάν. Ύστερα, πήραμε την κοινή απόφαση το «ποτέ ξανά σπίτι σου». 10 χρόνια μετά, ακόμη το συζητάει με φίλους. Εγώ πάλι, προσπαθώ ακόμα να το ξεχάσω. Άτιμη γάτα!
Μας εξιστορεί η Φωτεινή Γιαμά.
Καλοκαιράκι διακοπές με φίλες σε κοντινό προορισμό κι έρχονται κάποιες μέρες μετά κι οι γονείς μου. Εγώ ήδη είχα γνωρίσει τεκνό και ξημερώματα συνήθως βρισκόμασταν σε κάποια παραλία. Μια μέρα λοιπόν βλέπω στα μισά οπίσθια και στο μπούτι κοκκινίλες. Μέχρι και στο κέντρο υγείας του διπλανού χωριού έβαλα τον πατέρα μου να με πάει και αναρωτιόμασταν μαζί τι μπορεί να με περπάτησε και είχε γίνει το πόδι μου έτσι. Να μη σας τα πολυλογώ, φαντάζεστε πώς με κοίταζε ο γιατρός. Αθώα εγώ δεν κατάλαβα ότι είχε προέλθει από χειρονομία πάνω στο σ3ξ. Οπότε το θυμάμαι γελάω μόνη μου -όταν εν τέλει το συνειδητοποίησα!
Γράφει η Μ.
Ήμουν γύρω στα 16 κι έβγαινα μ’ έναν τύπο γύρω στα 19-20. Έρχεται μια μέρα σπίτι που έλειπαν οι δικοί μου και αρχίζουμε να φιλιόμαστε ίσως λίγο πιο παθιασμένα απ’ ότι συνήθως. Βγάζω τη ζακέτα μου γιατί ζεστάθηκα κι άρχισε να με πιάνει -μια χαρά ως εδώ. Με ρωτάει αν θα αργήσουν οι δικοί μου και του λέω ναι χωρίς όμως να σκεφτώ ότι θα πήγαινε παραπέρα η φάση -γιατί τι να γίνει ρε παιδιά, ήμουν παρθένα κι άβγαλτη πως φιλιόμαστε λοιπόν ξεκουμπώνει το παντελόνι του και τη βγάζει έξω. Σκαλώνω, την κοιτάζω, κοιτάζω αυτόν, εκείνος για μερικά δευτερόλεπτα δεν έχει αντιληφθεί το σοκ μου, βάζω τα χέρια μου στα μάτια και αρχίζω να φωνάζω «βάλ’ τη μέσα, βάλ’ τη μέσα». Κουμπώθηκε πάλι και προσπάθησε να με ηρεμήσει αλλά είχα πάθει κοκομπλόκο. Λούπαρα το «βαλ’ τη μέσα» για λίγη ώρα… Ναι, δεν έγινε σ3ξ, προφανώς, αλλά ακόμα λέμε την ατάκα με φίλες και γελάμε.
Μας εξομολογείται η Ρ.
Είμαστε με μια παρέα σ’ ένα κλαμπ κι ο ένας με γούσταρε και το ήξερα. Είχα και αρκετό καιρό να κάνω σ3ξ, οπότε σκέφτηκα «απόψε είναι η ευκαιρία σου». Μετά από λίγη κ@βλ@ντα και αρκετό ποτό καταλήγουμε στις τουαλέτες να κάνουμε σ3ξ στα όρθια. Έρχεται λοιπόν ένας του μαγαζιού για να μας μαζέψει και ανοίγει την πόρτα. Εγώ να στηρίζομαι σχεδόν στον νιπτήρα και να βλέπω πίσω από τον καθρέφτη, να μπαίνει ο τύπος, να μας πιάνει επί τω έργω και να μας λέει κάτι. Εγώ δε σταμάταγα εκείνη την ώρα για κανέναν λόγο (ιερό πράγμα η κορύφωση). Τον σπρώχνει πίσω ο άλλος για να τελειώσουμε, κλείνει και την πόρτα και κάπως την μπλοκάρει με το πόδι του, όσο ο άλλος έξω κοπάναγε. Όντως τελειώνουμε, μαζευόμαστε όπως- όπως και με το που γυρνάω τετ α τετ με το παιδί με πιάνει νευρικό γέλιο. Έφυγα με το κεφάλι στο πάτωμα χαζογελώντας και δεν ξαναπήγα εκεί για ποτό ποτέ ξανά!
Μας αναφέρει η Κ.
Σχέση 3,5 χρόνων και πάντα απολαμβάναμε το γνωστό outdoors ενώ μάλιστα το αμάξι ήταν από τα αγαπημένα μας μέρη για σ3ξουαλικές περιπτύξεις. Ένα βράδυ λοιπόν,γύρω στις 3:00 τα ξημερώματα, σ’ ένα πάρκινγκ της περιοχής, πάνω στη ζάλη της στιγμής και ενώ βρισκόμασταν σε έκσταση, πέφτουν σφαλιάρες, γδούποι σε παράθυρα, πόρτες, -ένας χαμός- και ξαφνικά ακούμε ένα «τακ τακ» στο παράθυρο. Εκνευρισμένοι που μας διακόπτουν πάνω στο καλύτερο, σηκωνόμαστε και είναι ένα ζευγάρι. Ανησύχησαν γιατί είδαν το αμάξι να κουνιέται και άκουσαν φωνές και νόμιζαν πως τσακωνόμαστε (πάνω κάτω αυτό κάναμε) Το αμάξι είχε φιμέ τζάμια, αλλά το παράθυρο ήταν μισάνοιχτο, πλησιάζοντας λοιπόν παραπάνω, μας αντίκρισαν όπως μας γέννησε η μανούλα μας και μετά σιωπή. Δεν απάντησαν, δεν κοίταξαν, δεν ανοιγόκλεισαν βλέφαρο, απλώς γύρισαν και έφυγαν σχεδόν τρέχοντας. Θρηνώ ακόμη εκείνο τον οργασμό που διακόπηκε.