Ρωτώντας πας στην Πόλη αλλά μαθαίνεις και πράγματα που κανένα google ποτέ δε θα σου πει. Μυστικά ματζούνια, ερωτήσεις κάπως άβολες ή αδιάκριτες, απορίες για τις μεγάλες ώρες, τιπς για τη δουλειά ή συνταγές ξεχασμένες, ό,τι δεν ήξερες ότι ήθελες να μάθεις, θα στο πουν τα μικρά μας ρεπορτάζ.
Ο Κύριος Μάκης μας είπε:
Μια μέρα παρέλαβα μια κυρία μεγάλης ηλικίας από τα ΚΤΕΛ, η οποία μου ζήτησε να τη μεταφέρω στο αεροδρόμιο. Δεν πέρασε πολύ ώρα και το τηλέφωνο της κυρίας άρχισε να χτυπάει κι εκείνη μου ζήτησε να κάνω στην άκρη το αυτοκίνητο. Άναψα τα φλας και σταμάτησα για λίγο στην άκρη του δρόμου περιμένοντας να δω τι έγινε. Η κυρία σήκωσε το τηλέφωνο κι άρχισε να μιλάει ανενόχλητη. Χρειάστηκε να τη διακόψω για να μάθω για ποιον λόγο μου ζήτησε να κάνω στην άκρη και τι περιμέναμε, κι εκείνη μου απάντησε «δεν κάνει να μιλάς στο τηλέφωνο όταν είσαι στο αυτοκίνητο!». Χρειάστηκε να της εξηγήσω ότι αυτό ισχύει μόνο για τους οδηγούς.
Ο Κύριος Κώστας μοιράστηκε μαζί μας:
Παραλαμβάνω δύο γυναίκες κι έναν άντρα (ένα ζευγάρι κι η αδερφή του άντρα) από τον χώρο νυχτερινού κέντρου, όπου και οι τρεις μαλώνουν. Ο άντρας μεθυσμένος, θέλει να μείνει, ενώ οι γυναίκες θέλουν να πάνε σπίτι. Η σύζυγος είναι στο μπροστινό κάθισμα, έχει τα χρήματα και δεν τα δίνει στον σύζυγό της. Οδηγάω για δύο χιλιόμετρα και σταματάω στα φανάρια. Τρεις λωρίδες και όλα δείχνουν κόκκινο. Είμαστε το τρίτο αυτοκίνητο στην κεντρική λωρίδα. Ξεκινάω όταν τα φώτα γίνονται πράσινα και στα 100 μέτρα περίπου, έχω ταχύτητα 40km/h.
Ξαφνικά o άντρας λέει «Γάμ*σέ το, γυρίζω πίσω.» Ανοίγει την πόρτα και βγαίνει έξω. Εγώ πάτησα φρένο και παραλίγο να τον πατήσει ένα άλλο αυτοκίνητο. Αυτός πήγε στην άκρη και συνέχισε να περπατάει. «Τι θέλετε να κάνουμε;», ρώτησα τις δύο γυναίκες. Η σύζυγος μου απάντησε «Θα πάει σπίτι με τα πόδια».
Ο Κύριος Άρης μας εξομολογήθηκε:
Πίσω στη δεκαετία του ’80, είχα πάρει δυο φοιτητές από τη σχολή τους για να τους πάω στα ΚΤΕΛ. Τότε, είχα μόλις πάρει τ ταξί του μπαμπά μου και δεν ήμουν ούτε μια εβδομάδα στη δουλειά. Τα παιδιά πίσω άρχισαν να στρίβουν τσιγάρα κι εγώ δεν έδωσα σημασία αν κι είχα ήδη ψιλονευριάσει με τη συμπεριφορά τους. Λίγα λεπτά αργότερα, άναψαν τα «τσιγάρα» κι εγώ τότε κατάλαβα πως έκαναν μαριχoυάνα. Φοβόμουν μη μας σταματήσει η αστυνομία αλλά δεν ήξερα και πώς να αντιδράσω, αφού ήμουν νέος στη δουλειά όπως σας είπα και δεν ήθελα να πάει τίποτα στραβά. Έκανα υπομονή και λίγη ώρα μετά φτάσαμε, αλλά αυτή είναι μια ανάμνηση που δε θα ξεχάσω ποτέ.