Ρωτώντας πας στην Πόλη αλλά μαθαίνεις και πράγματα που κανένα google ποτέ δε θα σου πει. Μυστικά μαντζούνια, ερωτήσεις κάπως άβολες ή αδιάκριτες, απορίες για τις μεγάλες ώρες, τιπς για τη δουλειά ή συνταγές ξεχασμένες, ό,τι δεν ήξερες ότι ήθελες να μάθεις, θα στο πουν τα μικρά μας ρεπορτάζ.
(Ανώνυμο)
Κέντρο Θεσσαλονίκης, σε ένα μεγάλο κατάστημα γνωστής αλυσίδας ρούχων. Συμβαίνει συχνά σ’ αυτά τα καταστήματα να ενεργοποιείται ο αντικλεπτικός συναγερμός κατά την είσοδο ή την έξοδο των πελατών, τις περισσότερες φορές από λάθος του συστήματος ή επειδή οι υπάλληλοι των ταμείων έτυχε να μη βγάλουν σωστά το αντικλεπτικό πλαστικό κατά την αφαίρεσή του την ώρα της πληρωμής. Όπως κι αν έχει, ήμουν σε αυτό το κατάστημα, δεν κρατούσα σακούλες, μόνο την (αρκετά μεγάλη) τσάντα μου και χάζευα τα ρούχα.
Σε λίγα λεπτά πάω να βγω και με ταυτόχρονο βήμα βγαίνει μαζί μου μια κοπέλα σκουρόχρωμη (πιθανότατα Ρομά) η οποία κρατούσε μια τσάντα πολύ μικρότερη από τη δική μου και καμιά άλλη σακούλα. Κατά την έξοδό μας ενεργοποιείται ο συναγερμός και σταματάμε κι οι δύο. Πετάγεται ο σεκιουριτάς και πάει κατευθείαν στην κοπέλα και με πολλή αγένεια αρπάζει την τσάντα της και της λέει να τον ακολουθήσει. Εμένα τίποτα. Πηγαίνω από πίσω τους και του ζητάω να ψάξει και τη δική μου τσάντα. Εκείνος που λέει “όχι, εσύ είσαι οκ, φύγε”. Η κοπέλα σοκαρισμένη, εν τέλει, ήταν εντελώς αθώα, εγώ έξαλλη με τη ρατσιστική προσέγγιση του σεκιουριτά, έφυγα μόνο όταν μου ζήτησε η κοπέλα να φύγουμε μαζί, επειδή δεν ήθελε να δώσει συνέχεια. Ο συγκεκριμένος σεκιουριτάς συνεχίζει να δουλεύει εκεί καθώς δεν άνοιξε ρουθούνι. Δεν ξέρω αν ένιωσε άσχημα που είναι ένα τόσο ρατσιστικό γουρούνι, εγώ πάντως έκανα μια καινούρια φίλη.
(Ανώνυμο)
Δε θα ξεχάσω εκείνη τη βραδιά. Τρίτη λυκείου, γυρνούσα σπίτι απ’ το φροντιστήριο. Σαν χθες θυμάμαι το 2ωρο χημείας που είχε προηγηθεί και μου ‘χε φέρει έναν αφόρητο πονοκέφαλο. Μπήκα στο αστικό και -όπως πάντα- ήταν ασφυκτικά γεμάτο. Θέση δε βρήκα κι επέλεξα να σταθώ σε μια γωνιά -να μην ενοχλώ, να μη με ενοχλούν. Εκείνος, ανέβηκε δυο στάσεις μετά. Τον θυμάμαι να με παρατηρεί και να σπρώχνει μια κοπέλα για να έρθει να σταθεί πλάι μου.
Κάποια στιγμή κόλλησε πάνω μου. Πάγωσα. Άπλωσε το χέρι του στα οπίσθιά μου κι ήθελα να βάλω τις φωνές. Δε βρήκα το θάρρος. Έμεινα να τον κοιτάζω και κατέβηκα στην αμέσως επόμενη στάση. Πήρα τη μαμά μου κλαίγοντας να έρθει να με πάρει. Νομίζω πως από τότε έχω να μπω σε αστικό.
Γράφει η Ζήνα Τσαρτσίδου. (#Παιχνίδια_λεξιμαχείας)
Ήμουν 22 και μ’ έπιασε ένας πόνος στην καρδιά (ή έτσι νόμιζα) όσο πηγαίναμε με το αγόρι μου χαλαρά ν’ αγοράσουμε πίτσα από ένα μαγαζί. Έτσι όπως ήμασταν, πήραμε τη μαμά μου και πήγαμε κατευθείαν στο νοσοκομείο. Οι δυο τους περίμεναν έξω να μου κάνουν εξετάσεις. Όταν μπήκα στα επείγοντα άρχισαν να μου μιλάνε απότομα και να με ρωτάνε γιατί είμαι εδώ και γιατί δεν ήρθα νωρίτερα. Τους εξήγησα την κατάσταση και μου είπαν να περιμένω. Μετά από περίπου 1:30 ώρα κι αφού μου πήραν αίμα μου ζήτησαν να κάνω ακτινογραφίες. Κι αφού περίμενα άλλη 1:30 ώρα περίπου, με πήγαν στο ακτινολογικό όπου με ενημέρωσαν ότι για ακτινογραφίες δεν πρέπει να είμαι έγκυος. Τους είπα ότι παίρνω αντισυλληπτικά για λόγους υγείας αλλά χρησιμοποιώ και προφυλακτικό, αλλά τους ζήτησα εφόσον είναι απαραίτητο, για να είμαι σίγουρη, να κάνουμε πρώτα τεστ.
Όταν η τραυματιοφορέας με μετέφερε ξανά στα επείγοντα όπου μια τυχαία γιατρός μίλησε πολύ άσχημα σε μένα και στη μητέρα μου που ζήτησα τεστ εγκυμοσύνης σ’ αυτήν την ηλικία, και με άφησαν να περιμένω 3 ώρες χωρίς καμία ενημέρωση. Όταν ζήτησα να υπογράψω και να φύγω η καρδιολόγος μου είπε ότι δεν υπάρχει λόγος και θα τελειώσουμε με τις εξετάσεις σύντομα. Της εξήγησα ωστόσο ότι ακόμη περίμενα να μου κάνουν τεστ για να μπορέσω να κάνω ακτινογραφίες. Εν τέλει παιδιά περίμενα όλες αυτές τις ώρες για να καταλάβω ότι το τεστ ήθελε μισή ώρα κι άλλη τόση για τις ακτινογραφίες. Τελικά ο πόνος ήταν μυοσκελετικός, αλλά δε θα ξεχάσω ποτέ ότι εκείνη τη στιγμή προτιμούσα να γυρίσω σπίτι και να πάθω κάτι, παρά να μείνω λίγο ακόμη εκεί μέσα.
Περιγράφει η Μαρία Πακιακιό. (#Live_love_laugh)
Νομίζω πως δεν έχω εκνευριστεί περισσότερο στη ζωή μου απ’ όσο στο συμβάν που ακολουθεί. Συνόδευα τη θεία μου σε κάποια δημόσια υπηρεσία στον Πειραιά, η οποία ελάχιστους μήνες πριν είχε περάσει βαρύ εγκεφαλικό. Το ξεπερνούσε ανέλπιστα καλά, όμως παρ’ όλα αυτά είχε δυσκολίες, κυρίως στην ομιλία, στη συνοχή σκέψης και στην κίνηση. Φτάνει λοιπόν η σειρά της θείας -δίπλα κι εγώ- κι ο υπάλληλος διαβάζει το ιστορικό της -οπότε κι είναι πλήρως ενήμερος για την κατάσταση- ενώ επίσης κάνει σχετικές ερωτήσεις. Για να είμαι ειλικρινής φαινόταν κορεσμένος από τη δουλειά του κι έκανε μπαμ ότι δε γούσταρε να βρίσκεται εκεί και το δέχομαι.
Αυτό που δε δέχτηκα όμως ήταν η ειρωνεία του κι οι φωνές που έβαλε στη θεία μου μόλις εκείνη υπέγραψε το χαρτί όπως μπορούσε λόγω της δυσκολίας κίνησης. Άρχισε να φωνάζει σχόλια του τύπου «Πώς υπογράφεις έτσι. Ούτε πεντάχρονο να ήσουν» κι άλλα τέτοια τα οποία δε θυμάμαι γιατί είχα αρχίσει ήδη να μετατρέπομαι στον Χαλκ. Αρχίζω να φωνάζω και να τον βρίζω με βρισιές που υπήρχαν ήδη, αλλά και με διάφορες άλλες που ανακάλυψα εκείνη τη στιγμή. Πρέπει να πέρασαν τουλάχιστον τρία λεπτά που του έσερνα τα περσινά και τα προπέρσινα και στο τέλος του πέταξα τα χαρτιά και το στιλό στα μούτρα.
ΥΓ: Θεία, μάς λείπεις κι ήσουν πάντα υπέροχη!