Ρωτώντας πας στην Πόλη αλλά μαθαίνεις και πράγματα που κανένα google ποτέ δε θα σου πει. Μυστικά μαντζούνια, ερωτήσεις κάπως άβολες ή αδιάκριτες, απορίες για τις μεγάλες ώρες, τιπς για τη δουλειά ή συνταγές ξεχασμένες, ό,τι δεν ήξερες ότι ήθελες να μάθεις, θα στο πουν τα μικρά μας ρεπορτάζ.
Από την Κατερίνα Κεχαγιά #Editorial
Θα το πάω συναισθηματικά- γιατί νομίζω δεν μπορώ να το πάω κι αλλιώς. Ωστόσο, αν κι ακούγεται εύκολη η οδός δεν είναι, γιατί όσο περνάει η ώρα μου ‘ρχονται στον νου μπόλικα τραγούδια του Θανάση, κυρίως απ’ αυτά που έδωσε στην Κανά που μ’ έχουν συντροφεύσει ουκ ολίγες στιγμές σε κάτι εθνικές οδούς που τα τραγουδούσα στη διαπασών και σε κάτι φθινοπωρινά απογεύματα. Ο στίχος του με τρυπάει άλλοτε με λυγμό κι υπενθύμιση κι άλλοτε με τσαμπουκά και προσδοκία.
Νιώθω όμως ότι θα ‘ταν ιεροσυλία να μην πω τον Βασίλη, σαν να προδίδω όλη μου την εφηβεία και τις συναυλίες που ξελαρυγγιαζόμασταν. Πιο πολλοί θα μιλήσουν για τις μπαλάντες του, “Βράδυ Σαββάτου”, “Να κοιμηθούμε αγκαλιά”, “Σ’ ακολουθώ” κι ενώ προφανώς κι εγώ τις εκτιμώ, δε θα σταθώ εδώ.
Το πρώτο που με συγκλόνισε γύρω στα 16 και παραμένω ακόμη συγκλονισμένη είναι το “Στο ίδιο έργο θεατές” από εκείνο το μνημειώδες live με τον Γιώργο Νταλάρα. Έπειτα, αναζητούσα διακαώς αυτό το γρέζι και τις ψηλές του, οπότε στράφηκα κυρίως στο ροκ ρεπερτόριό του, το οποίο, εκτός από κλασικό άκουσμα στα σπίτια μου για μια περίπου 10ετία, έχω χαράξει και τους στίχους σε ό,τι λογής επιφάνεια μπορείς να φανταστείς. Κι ενώ ήμουν ήδη βαμμένη ΒασιλόΠαπακωνσταντινιακιά τα ‘φερε έτσι η ζωή και για μερικά φεγγάρια, την τριετία 2009-2011, τα πίναμε στο ίδιο στέκι στα όρια Εξαρχείων-Κολωνακίου. Εκεί διαπίστωσα κι ιδίοις όμμασι αυτό που λένε αρκετοί αλλά αν δε σου τύχει δυσκολεύεσαι να το πιστέψεις: ότι όσο πιο σπουδαίος είναι κάποιος, τόσο ταπεινότερος.
Aπό την Αγγελική Τσαγκαράκη #Αντιτελειότητα
Η πρώτη μου επαφή με Παπακωνσταντινου ήταν παραδόξως και με τους δύο ταυτόχρονα. Με τον αγαπημένο “Μαύρο γάτο” έμαθα τη φωνή του Βασίλη σε στίχους Θανάση. Ονειροπόλα και ρομαντική από μικρή, με μια ατέρμονη ανάγκη για συναίσθημα, τραγουδούσα πότε το “Βράδυ Σαββάτου” και πότε την “Ανδρομέδα”, όμως κρυφά μέσα μου ήξερα προς τα πού κλίνει ο ζυγός. Μάλλον δεν ήθελα να παραδεχθώ πόσο πολύ με είχε συνεπάρει ο Θανάσης.
Μεγαλωμένη σ’ενα περιβάλλον με ελαφρολαϊκά και ποπ ακούσματα, εγώ αναζητώ το περίεργα κουρδισμένο μπουζούκι, την ιδιαίτερη χροιά, τον στίχο που σε κάνει να πονάς, να επαναστατείς, να ερωτεύεσαι. Παπακωνσταντίνου για εμένα είναι ο Θανάσης και πλέον το φωνάζω δυνατά. Αποκορύφωμα ήταν ο Σεπτέμβριος του 2022, όταν πήρα επίτηδες άδεια από τη δουλειά μου και ταξίδεψα 200 χλμ για να τον ακούσω από κοντά.
Εκεί, σ’ενα μικρό χωριό του Ρεθύμνου, τραγούδησα για πρώτη φορά μαζί του «Όλα στραβά γινήκανε και όλα ειν’ ωραία», λουσμένη με μπίρα και νερό. Ακούγοντας Θανάση, ερωτεύεσαι με την “Ηλιοπετρα”, πονάς με τη -δυστυχώς επίκαιρη-“Κοιλάδα των Τεμπών”, θέλεις κι εσύ να βγεις και να μιλήσεις με τα ψηλά, απάτητα βουνά. Πέρυσι άνοιγε τις συναυλίες του με το τραγούδι “San Michele”, και τον στίχο “Δεν μ’ αναγνωρίζετε γιατί έλειπα καιρό”. Κάνεις λάθος Θανάση. Όσο καιρό κι αν λείπεις, εμείς θα σε αναγνωρίζουμε.
Από τη Βίκυ Αράλη. #Τα_λέμε
Ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου είναι για μένα ό,τι πιο γνήσιο, ευαίσθητο, αυθεντικό έχει ο καλλιτεχνικός Ελλαδικός τόπος. Η φωνή του λυτρωτική, στα δύσκολά μου εφηβικά μονοδρομάκια, εκεί Ζαΐμη, Εξάρχεια και Διδότου. Παρεάκι τρελό στο αμάξι, στο τρένο, στα Walkman (ναι και τα πρόλαβα και τα λάτρεψα). Στοίχημα έβαζα με φιλαράκια που ξεθώριασαν πια, αλλά μυρίζουν αγάπη, πως αν γίνει κι αυτός καβαλήσει καλάμι, θα ξενερώσω άρδην. Δεν το άγγιξε καν τον καλάμι, συνεχίζει να μας δίνει το καλύτερό του εγώ και να είναι ο Βασίλης όλων μας.
Οι καλλιτέχνες ανοίγουν δρόμους, άλλοι με ήθος, άλλοι με έπαρση. Ψηφίζω ήθος, μιας που το ρήμα είναι κι επίκαιρο. Είναι ένα brand name από μόνος του. Λες “Βασίλης” σε παρέα που μιλάτε για καλλιτέχνες κι ακούς για επιβεβαίωση «ο Παπακωνσταντίνου σωστά;».
Ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου είναι ο στίχος, ο τόπος, ο τρόπος, ο εμπνευστής της ενήλικης φάσης μου. Άγκυρα δεμένη με στιγμές μου, που δεν είχα Walkman αλλά είχα mp3. Που αποφάσιζα χωρίς, ναι μεν αλλά, να τραγουδάω τα τραγούδια του και να λέω ναι ρε φίλε, ακόμα και να λείψεις για όσους σε υπολογίζουν, είσαι εδώ Ακόμα και στην απουσία σου.
Αγαπώ και τους δύο. Αδυναμία στον Βασίλη. Ιδανικά θα ήθελα να γνωρίσω και τους δυο και να τους πω ένα τεράστιο ευχαριστώ για τις στιγμές ζωής μου, που έντυσαν με τα ακούσματά τους.
Από τον Ανδρέα Πετρόπουλο. #ΝτοΡεΜι και #Αμένσιοτο
Ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου για μένα, είναι μια φωνή που μπορεί να σε μεταφέρει από εποχή σε εποχή χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία. Στις συναυλίες του δίνει την αίσθηση μιας μετασεισμικής ακολουθίας, όπου οι ήχοι του εναρμονίζονται με τις κραυγές του κόσμου. Δεν το ‘χω ξαναζήσει αυτό σε λάιβ, παρά μόνο στου Θανάση.
Εξαιρετικός και ο Βασίλης με πολύ ωραία τραγούδια στη φαρέτρα του, αλλά προσωπικά θεωρώ πως το στίγμα το αφήνει ο Θανάσης με την ιδιαίτερη μουσική του, την ιδιαίτερη χροιά του. Κερδίζει στα σημεία. Θα αγαπάω πάντα την «Ηλιόπετρα», όσα χρόνια και αν περάσουν και θα τραγουδάω δυνατά το «Μιλώ για σένα», που θα χτυπιέμαι στους ήχους του το ίδιο, μέχρι να γίνω παππούς.
Από τη Ρεβέκκα Κωνσταντίνου. #Amor_fati
Το πρώτο πράγμα που μου ρχεται στο μυαλό είναι οι στίχοι του τραγουδιού “Πριν το τέλος” που με ταξιδεύει στα όνειρα των εφηβικών μου χρόνων. Ένα τραγούδι γεμάτο συναισθήματά που με πάει πίσω, με ταξιδεύει σε καλοκαιρινές έντονες στιγμές με φόντο την πλατεία κατασκήνωσης με δυνατές συγκινήσεις. Εκεί ήταν που λάτρεψα Θανάση και Βασίλη Παπακωνσταντίνου, ερωτεύτηκα, έκλαψα κι έζησα αξέχαστες χρονιές. Κάθε καλοκαίρι στην ίδια πλατεία ν’ αγαπιόμαστε, να αγκαλιαζόμαστε, να γινόμαστε όλοι ένα. Κοιμόμασταν και ξυπνούσαμε με ένα εγερτήριο με αμέτρητη γκάμα τραγουδιών τους, μελωδίες που γαλήνευαν και γαληνεύουν την ψυχή μέχρι και σήμερα, που θυμίζουν όνειρο.
Κι οι δυο έχουν γίνει ανθρώπινος ύμνος του ερωτισμού και του πάθους κι έχουν γράψει τα πιο ερωτικά τραγούδια. Ποιος μπορεί να μην ένιωσε δυνατά συναισθήματά και να μην ανατρίχιασε με το “Σα να μη σ’ έχασα ποτέ”, “Για σένα”, ή το “Καλοκαίρι” του Βασίλη; Και ποιος δε λάτρεψε το “Σαν παιδί” και δεν έχει αγαπήσει με το “Στα πόδια της”, “Όταν χαράζει”, “Ηλιόπετρα” του Θανάση;
Προσωπικάμ, κάθε φορά που τους ακούω, αισθάνομαι όλα τα συναισθήματά της ζωής. Μέσα από τη μουσική τους, μπόρεσα να βρω τον εαυτό μου, να ανακαλύψω τα πιο βαθιά συναισθήματά μου και να αντιμετωπίσω τους φόβους και τις αντιξοότητες της ζωής. Αυτή η δύναμή του ήχου που κάνει τα πάντα τόσο μαγικά.
Aπό τον Δημήτρη Ευσταθιάδη. #ΝτοΡεΜι και #Recording_the_silence
Όσο κι αν λατρεύω τον Θανάση, πρέπει να ομολογήσω πως ο Βασίλης για εμένα είναι αυτός που ξεχωρίζει. Η πρώτη εμπορίου κασέτα (φαντάσου πόσα χρόνια πριν) που αγόρασα ήταν η ζωντανή ηχογράφηση στο θέατρο Ηρώδου Αττικού (μαζί με τον Γιώργο Νταλάρα) που λέγανε μαζί το “Στο ίδιο έργο θεατές”. Κι από τότε μπήκα κι εγώ στο κλαμπ των γενεών που μεγάλωσε με Βασίλη.
Ήταν η εφηβεία μου, ήταν η φοιτητική μου ζωή, η στρατιωτική μου θητεία και συνεχίζει. Αν όμως πρέπει να αναφέρω έναν συγκεκριμένο λόγο που ξεχωρίζω τον Βασίλη, ο λόγος αυτός έχει ονοματεπώνυμο. Μάνος Λοΐζος. Ο αγαπημένος μου και καλύτερος μου συνθέτης. Κι όταν άκουσα το “Σ’ ακολουθώ”, αυτό το αριστούργημα της ελληνικής μουσικής (όπως το είχε χαρακτηρίσει η φιλόλογός μου στο γυμνάσιο, η κυρία Γεράνη) τότε κατάλαβα πως με τον Βασίλη, δε μοιάζει κανένας άλλος.
Ακόμη και στα 73 του (η συναυλία για τα 50 του χρόνια στη Θεσσαλονίκη ήταν ανήμερα των γενεθλίων του) σου έδινε την αίσθηση πως επάνω στη σκηνή έβλεπες έναν Βασίλη, όχι 73 χρόνων, αλλά εκείνο τον 20 χρόνο που μόλις είχε απολυθεί από τον στρατό κι έκανε τα πρώτα του βήματα, με την αρωγή του Λοΐζου. Οπότε θα πω, τελεία και παύλα, Βασίλη είσαι…ένας εξαιρετικός καλλιτέχνης.
ΥΓ.: Το βράδυ Σαββάτου, για όσους δεν το γνωρίζουν είναι του αείμνηστου Χρήστου Κυριαζή.
ΥΓ. 2: Κατερίνα, οι οποίες κοινές αναφορές μας είναι τελείως συμπτωματικές.
Από τη Γιοβάννα Κοντονικολάου. #Γυάλινος_κόσμος
Εγώ σαν τα λάιβ του Θανάση δεν έχω ξαναδεί ποτέ μου, όσες συναυλίες κι αν έλιωσα με τα παλιά μου τα converse (κι ήταν πολλές). Καταρχάς, είναι το κοινό του που σε κάνει να γουστάρεις ακόμη περισσότερο, είναι αυτή η αίσθηση πως ξαφνικά βρίσκεσαι σε έναν παλιό ρεμπέτικο τεκέ, αλλά on lsd κι όλοι γουστάρουν τόσο με τα τραγούδια σαν να λένε το πιο σημαντικό επαναστατικό σύνθημα, σαν να είναι ένα βήμα πριν ορμήξουν στον δρόμο, σαν να ετοιμάζουμε όλοι μαζί αυτό που θ’ αλλάξει το ρου της ιστορίας.
Κάθεται ο Θανασάρας σε μια καρέκλα και ταυτόχρονα σαρώνει με τη φωνή, 20.000 άτομα. Από τον πρώτο στον τελευταίο. Υπάρχουν τραγούδια που σε τρυπάνε σαν κομπρεσέρ με δυο φράσεις μόνο, που σε πηγαίνουν στην Αμερική μετανάστη με την Μαρίκα και τον Κωστή, που σου μιλάνε για Σιμούν αέρηδες και “διάφανους”, που σου τραγουδάνε για νου αληταριό και σε ταξιδεύουν στην Ανδρομέδα, που χορεύουν ξέφρενα πάνω από μπάτσους που κάνουν πασαρέλα και σκουλαρίκια που “φταίνε”. Που δε μιλάνε για έρωτα κι όμως, πάλι για έρωτα μιλάνε. Εκείνον για τον άνθρωπο. Ο Θανάσης είναι ιδέα, είναι ο καλλιτέχνης που για δυο χρόνια δεν έκανε λάιβ και τον ψάχναμε σαν να θέλουμε να πάρουμε τη δόση μας, είναι το κόκκινο των πυρσών και το νερό στα μούτρα μας, ο ήχος από την γκάιντα του Πιστιόλη και η κοιλάδα των Τεμπών.
Καλός ο Βασίλης, δε λέω, εξαιρετικός και σπουδαίος, αλλά στον Θανάση βαφτίζεσαι, ντοπάρεσαι, ενώνεσαι, θυμάσαι όλα εκείνα που έλεγες στα 18 που πίστευες πως θ’ αλλάξεις τον κόσμο και για μια στιγμή πιστεύεις και πάλι ότι μπορεί να συμβεί. Και την παλιά σου την πληγή, μη σε νοιάζει, θα στην πάρει ένας αέρας Πεχλιβάνης.