Γράφοντας κι ερμηνεύοντας τραγούδια-ύμνους μπήκε, τόσο στο σπίτι μας, όσο και στις καρδιές μας. «Θα ‘μαι κοντά σου όταν με θες» μας είπε κι όντως το έκανε, μιλώντας ξεκάθαρα πια για τον Αλκίνοο Ιωαννίδη. Πάντα πρωτοπόρος κι αυθεντικός σε όλες τις δηλώσεις του, ουκ ολίγες φορές μας απέδειξε περίτρανα πως ο καλλιτέχνης πρέπει πάνω απ’ όλα να είναι άνθρωπος με αξίες. Να ασκεί κριτική, να παίρνει θέση, να είναι ενεργός αλλά όχι φλύαρος και κενός περιεχομένου. Να μην ξεπουλιέται, να εμπνέει, να τοποθετείται.

Συγκεκριμένα στην τελευταία ανάρτησή του, σχετικά με το προεδρικό διάταγμα της ντροπής, ο γνωστός τραγουδιστής τάσσεται υπέρ όλων των καλλιτεχνών σχετικά με την υποβάθμιση των πτυχίων τους. Ανάμεσά τους, ηθοποιοί, χορευτές, σκηνοθέτες, χορογράφοι, κινηματογραφιστές, εικαστικοί, συγγραφείς, ποιητές. Άνθρωποι που, όπως λέει, σκύβουν πάνω στη λέξη, στη νότα, στην κίνηση, σ’ εκείνη τη λεπτή απόχρωση του αισθήματος. Άνθρωποι με πενιχρούς μισθούς που κάνουν τα βιώματά τους -καλά ή άσχημα- μαθήματα ζωής, αφού τολμούν ν’ αντικρίσουν τα σκοτάδια τους για να ξορκίσουν τα δικά μας.

Κι αν με ρωτάτε, είναι η πρώτη φορά που το κάνω, μα θέλω να λόγια του να ειπωθούν στο κείμενό μου με όλη την έκταση και το βάθος γνώσεων, σοφίας, και συναισθημάτων που κρύβουν. Έτσι λοιπόν, χωρίς να θέλω να πειράξω λέξη, μένω στο πόσο καθαρά αποτυπώνει πως κάθε ιδέα, κάθε προσχέδιο, κάθε μελέτη, κάθε πρόβα, κάθε άσκηση, κάθε επιτυχία, κάθε απόρριψη, κάθε ματαίωση, κάθε έκθεση, κάθε από ψυχής μοιρασιά, γίνεται μια προσευχή στο φως.

Η προβολή δεν είναι μορφή ευτυχίας. Η προσφορά όμως είναι. Κι αυτό ακριβώς είναι που κάνουν οι καλλιτέχνες. Προσφέρουν και δημιουργούν, παίρνουν το τίποτα και το κάνουν κάτι. Είναι σπουδαίο πώς γίνεται με το μυαλό να κάνεις το χειρότερο κακό και το μεγαλύτερο θαύμα μαζί. Κι εκείνοι επέλεξαν τη φωτεινή πλευρά. Με τις σκέψεις αυτές και ψάχνοντας παλιότερες δηλώσεις του, μαγεμένη από τη σημασία των λέξεών του, έπεσα πάνω σ’ εκείνη που λέει πως «φοβάται μην την πατήσουμε από αδιαφορία, αν και πιστεύει στις καλές ποιότητες της ανθρωπότητας». Αυτός ήταν ο φόβος του κι όχι για τη δική μας γενιά, αλλά για τις επόμενες. Αναρωτιέμαι, τον επιβεβαιώσαμε;

Αδιαφορούμε, όπως τόνισε, ως άνθρωποι κι ως κοινωνία κλείνοντας τη δήλωσή του με την εξής φράση: «Παλιά είχαμε δέκα δίσκους και τους ξέραμε απ’ έξω κι ανακατωτά. Αγαπούσαμε κάθε δευτερόλεπτο από κάθε τραγούδι. Τους ακούγαμε συνεχώς. Σήμερα, έχουμε την παγκόσμια μουσική παραγωγή στο κινητό μας και συνήθως δεν αγαπάμε τίποτα.» Κι ίσως τελικά αυτό να είναι το πιο θλιβερό που ζήσαμε και ζούμε, το τίποτα, κι αυτό να μας οδήγησε στην τόσο άθλια απαξίωση της τέχνης. Κι ειλικρινά δεν ξέρω τι γνώμη έχετε για όλους εκείνους τους δασκάλους της, μα πιστεύω πως κόντρα σε όλους κι όλα, πλάι σ’ ένα κράτος-εχθρό, προσπαθούν ν’ αποδείξουν πως η Ελλάδα χρειάζεται την τέχνη κι όχι το αντίθετο. Μοχθούν κάθε μέρα διδάσκοντάς μας την αλήθεια, που δεν είναι άλλη από την προφανή: Δεν μπορείς να σκοτώσεις κάτι που ζει αιώνια. Μπορείς να το υποτιμήσεις, να προσπαθήσεις να το αιχμαλωτίσεις, να κάνεις ό,τι μπορείς για να μείνει άγνωστο. Μα δε θα τα καταφέρεις.

Άνθρωποι που μπήκαν στην ψυχή μας μέσα από ένα όνειρο, δεν έχουν ανάγκη τις ψευτοφυλλάδες που γράφουν πάνω ΠΔ. Δικαιούνται όμως να γράφουν πάνω κάτι που να τους εκπροσωπεί με αξιοπρέπεια, ως δίκαιη ανταπόδοση σε όσα έχουν προσφέρει. Στερνή μου γνώση να σ’ είχα πρώτα; Ποιος ξέρει. Ας μείνουμε σ’ αυτή τη φράση του Αλκίνοου με μια ελπίδα πως αύριο θα είναι μια άλλη μέρα, γιατί «πάντα θα ξημερώνει»: «Μας γεννά η θυσία των ωραιότερων ανθρώπων που πάτησαν τη γη. Ερχόμαστε από τους αιώνες. Κι εσείς, προσωρινοί διαχειριστές της αθλιότητας, ακαλλιέργητοι δούλοι της ασχήμιας, νομίζετε πως ορίζετε τις ζωές μας…»

 

Πηγή φωτογραφίας

Συντάκτης: Ηλιάννα Βασιλείου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου