Υπάρχουν άνθρωποι κι άνθρωποι. Άλλοι γνωστοί, άλλοι απλώς φίλοι του καφέ, άλλοι παιδικοί γνώριμοι από τα σχολικά τους χρόνια. Εκείνοι που ερωτευτήκαμε οι ίδιοι που πέρασαν σαν κεραυνός εν αιθρία από τη ζωή μας κι εξαφανίστηκαν εν μια νυκτί κι εκείνοι οι τσαλακωμένοι σπάνιοι, που αγαπήσαμε. Άπειρες κατηγορίες, τόσο διαφορετικές μεταξύ τους. Μα αν για μια αξίζει να μιλήσουμε, είναι αυτή που λέγεται «οι πιο δικοί μας άνθρωποι».
Ξέρεις, δεν υπάρχει πιο όμορφο πράγμα από το να νιώθεις πως σ’ αγαπούν απόλυτα κι ουσιαστικά με τα λάθη σου και τα σωστά σου. Επαναστάτες δίχως όρια αρνούμενοι να παίξουν το παιχνίδι της αποφευκτικότητάς σου, χαρίζοντάς σου ασφάλεια. Όχι, αν με ρωτάς δεν είναι ο φόβος του να μη σε χάσουν, αλλά η αξία σου που δεν μπήκε ποτέ σε μετρό σύγκρισης με τον εγωισμό τους. Είσαι μοναδικός, και το γνωρίζουν. Πολλές φορές ένιωσες, τόσο την αγάπη τους, όσο και το πείσμα τους να σε πνίγει. Γιατί να συνεχίσουν να είναι δίπλα σου όταν εσύ ο ίδιος τους διώχνεις πιστεύοντας πως είσαι καλύτερα μόνος; Μα από την άλλη, αν όντως έφευγαν πετώντας σου στα μούτρα εκείνο το χρυσό εισιτήριο που τους είχες χαρίσει για την καρδιά σου, θα ήταν πιο λυτρωτικό για σένα, νομίζεις; Τόσα πολλά τα ερωτήματα, τόσες λίγες οι απαντήσεις.
Λένε πως όλα είναι εύκολα σ’ αυτή τη ζωή και μόνοι μας πνιγόμαστε σε μια κουταλιά νερό. Έτσι λοιπόν, εκείνους τους λίγους, τους σκληρούς στην επιφάνεια και στην καρδιά ευαίσθητους, να τους κρατάς δίπλα σου σαν το πιο πολύτιμό σου. Βλέπεις, κανένα υλικό αγαθό δεν μπορεί να τους αντικαταστήσει. Άνθρωποι που σε έβαλαν πάνω απ’ όλους κι από όλα, ακόμα και πάνω από τον ίδιο τους τον εαυτό. Οι ίδιοι που σε αγάπησαν όταν ούτε εσύ δε σ’ αγαπούσες. Μαχητές σε μια αρένα άνιση, έτοιμοι ν’ αντιμετωπίσουν τα πάντα προκειμένου να τους χαμογελάς αληθινά. Κι αν όλο αυτό σου φαίνεται εύκολο, τότε κάτι μετράς λάθος.
Καμιά φορά πιάνεις τον εαυτό σου να θέλει να τους πάρει τηλέφωνο, ζητώντας τους μια συγνώμη για όλες εκείνες τις φορές που ξέχασες πως γι’ αυτούς είσαι το σπίτι τους, η μόνη περιουσία που ήθελαν να έχουν. Μα δεν το έχουν ανάγκη. Καλύτερα άφησέ τους να ζήσουν μαζί σου όλα εκείνα τα καινούργια πράγματα που θα συναντήσεις. Γίνε ειδικός γευσιγνώστης στην κάβα της ζωής σου, προσθέτοντας μέσα σ’ αυτήν την πινελιά τους. Δώσε τους ό,τι λαχταρούν περισσότερο σε τούτο τον κόσμο, την παρουσία σου.
Υπέρμαχοι της φράσης «ό,τι λάμπει δεν είναι χρυσός», μισούν αυτή την προπαγάνδα της ψεύτικης φιλίας πιστεύοντας πως το ψάρι βρωμάει από το κεφάλι κι όχι αδίκως, αφού εκείνοι ποτέ δε θα έπαιζαν με τα συναισθήματά σου. Και δε μιλάνε εκ του ασφαλούς, γιατί είναι οι ίδιοι που βούτηξαν στον βυθό σου εξερευνώντας τα ναυάγιά σου χωρίς καμία δικλείδα ασφαλείας. Οι ίδιοι που θα ξέρουν όσα κανένας άλλος δεν μπορεί να καταλάβει. Κι αν είσαι από αυτούς που πιστεύουν πως την αφοσίωση δεν μπορείς να τη διακρίνεις, τότε δες πώς οι δικοί σου άνθρωποι θα ξεχωρίζουν κυρίως τη νύχτα. Βλέπεις, η μέρα είναι για ν’ αντιμετωπίζεις τον κόσμο γύρω σου, σε αντίθεση με τη νύχτα που καλείσαι ν’ αντιμετωπίσεις τον εαυτό σου. Κι εκείνοι δεν το σκάνε. Γιατί γνωρίζουν πολύ καλά πως εκεί παίζονται όλα για όλα, τελικά.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου