Φοβάσαι μη σε πουν ήμερο και χάσεις τ’ άγριά σου. Τι φόβος και αυτός; Τοποθετημένος μέσα σε μια γυάλα, μ’ ένα στανταράκι για εικόνα, δηλώνεις ο mister αδιάσπαστος της χρονιάς. Τίποτα και κανείς δεν μπορεί να κατευνάσει τα πιστεύω σου, τα ιδανικά σου. Σαν εκείνους τους απροσπέλαστους ανθρώπους που ποτέ δεν τους λύγισε τίποτα. Ονομάζεις αυτόν τον φαινομενικά άψυχο, κενό, άδειο εαυτό, δυνατό, και προχωράς. Υπέρμαχος της φράσης «ο Θεός συγχωρεί, εγώ ποτέ» δε χαρίζεις κάστανα βγάζοντας νοκ άουτ όλους όσους σ’ αγαπούν. Δε σ’ ενδιαφέρει, άλλωστε, μιας κι εσύ δεν πίστεψες ποτέ στην αγάπη.
Αμφισβητείς κάθε τι που λέγεται ή διαδραματίζεται μπροστά σου, ζητώντας διαρκώς αποδείξεις για να καλύψεις τη δυσπιστία σου. Υπερόπτης στον υπερθετικό βαθμό, δε δέχεσαι τη συμπεριφορά σου να την ασκήσει κάποιος πάνω σου. Όσο για τον τρόπο που εκφράζεσαι; Φροντίζεις ακόμα και το βλέμμα σου να μη δείχνει το παραμικρό συναίσθημα. Για δύο κουβέντες, ούτε λόγος. Δηλώνεις πάντα σωστός υποστηρίζοντας πως δεν έχεις φταίξει πουθενά. Σαν εκείνο το κακομαθημένο 8χρονο παιδάκι που ποτέ κανείς δεν του χάλασε χατίρι. Θέλεις τον κόσμο εδώ και τώρα γιατί τίποτα μέτριο δε σου ταιριάζει, όπως λες. Κι αν έστω και για ένα λεπτό φανείς ειλικρινής σε κάποιον άλλον πέρα από το εγώ σου, τότε ναι, θα παραδεχθείς πως ό,τι επέλεξες κι ό,τι σε επέλεξε σε έχει κάψει.
Έτσι λοιπόν, απορημένος, θα ψάχνεις μια εξήγηση γι’ αυτό κι αφού οποία εξήγηση και να βρεις δε θα σου αρέσει, θα γυρίσεις πάλι εκεί, στον τέλειο αλάνθαστο εαυτό σου, ρίχνοντας τις ευθύνες σ’ αυτό που λέγεται ένστικτο. Να σου πω κάτι όμως; Μην τη φοβάσαι τη γαλήνη. Είναι ωραίο να είσαι ήμερος μέσα στο τόσο χάος. Βλέπεις, κάνεις ποτέ δε λάτρεψε τις τρικυμίες- ίσως τις θαύμασε για λίγο μα υποσυνείδητα όλοι τις φοβούνται. Ίσως φταίει εκείνο το ποσοστό αποτυχίας που θα κόψει στη μέση το νήμα της ζωής τους, αν τελικά δεν καταφέρουν να επιβιώσουν. Ίσως να είναι απλώς η έμφυτη ανησυχία για κάθε τι άγνωστο και σκοτεινό.
Κι εσύ είσαι ακριβώς αυτό, μια ανήσυχη σκοτεινή τρικυμία. Μην τους κρύβεις τους ήλιους σου, η λάμψη φέρνει ευτυχία. Να είσαι και να δείχνεις ακριβώς αυτό που είσαι, μην ξεχνάς πως οι γυάλες είναι από μόνες τους εύθραυστες, κατασκευασμένες από γυαλί -το λέει και η λέξη άλλωστε- κι αν σπάσουν δε θα είναι πια ικανές να σε προφυλάξουν απ’ όλα όσα έπρεπε ήδη να ξέρεις για να φανείς αντάξιος στο παιχνίδι που λέγεται ζωή. Αντιθέτως, μπορούν να σε τραυματίσουν ανεπανόρθωτα. Σαν τις βιτρίνες κι αυτές, εξίσου εύθραυστες και μη μου άπτου. Αρεστές, όσο αντικατοπτρίζουν αυτό που είναι στη μόδα. Μετά; Σχεδόν ανύπαρκτες.
Σταμάτα λοιπόν να διώχνεις ανθρώπους· κάποιοι απ’ αυτούς σ’ αγαπούν και σε νοιάζονται, στ’ αλήθεια, διάολε. Να τους δέχεσαι όπως σε δέχονται και καμιά φορά να τους αγκαλιάζεις, να τους χαμογελάς, μα κυρίως και πάνω απ’ όλα να τους συγχωρείς. Ίσως στην προσπάθειά τους να σε κάνουν αληθινά ευτυχισμένο, κάνουν λάθη. Να τους χαρίζεις πάντα την πιο όμορφη πτυχή του εαυτού σου και μια αλήθεια να έχουν να πορεύονται. Εξάλλου, μην ξεχνάς πως είναι μίζερος αυτός ο κόσμος- αν δεν ξέρεις να δίνεις, δε σε χωράει. Κι όσο για τα δικά σου λάθη; Μάθε να τα δέχεσαι και παραδεξου τα. Αγάπησέ τα και δώσε τους μέσα σου τη θέση που τους αξίζει. Άσ’ τα εκεί, σε μια γωνίτσα του μυαλού σου, για την επόμενη φορά κι όταν έρθει η ώρα, θυμήσου τα. Γίνονται σοφότεροι όσοι μαθαίνουν από τα λάθη τους, έτσι δε λένε; Αρκεί να είναι καινούργια και τότε είσαι σε καλό δρόμο.
Φρόντισε μόνο όταν κι αν γίνει αυτό, να μην έχεις απομείνει μόνος, αφού πια δε θα φιγουράρεις στις νέες τάσεις. Φρόντισε για μια ζωή που δε θα σε βρει μίζερο, σκονισμένο σ’ ένα ράφι ξεχασμένο κι έρημο, γιατί τότε η απώλεια θα είναι μεγάλη. Μα κυρίως, όσο ακόμα προλαβαίνεις, φρόντισε να διεκδικήσεις αυτό που κανείς δε σου έμαθε μέχρι σήμερα. Πώς η αγάπη -οποίας μορφής κι αν είναι- θέλει προσπάθεια και δουλειά. Κι αν έφυγε από πολλών τα χέρια, ίσως κάνεις δε βρέθηκε να τους δώσει αυτήν τη ριμάδα τη συμβουλή. Γιατί τίποτα δεν κερδίζεται αν δε συγχωρέσεις κι αυτά που χάθηκαν. Τώρα λοιπόν έτσι απλά κι απέριττα ήρθε η στιγμή σου. Έτοιμος να βγάλεις τη μάσκα σου;
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου