Έχετε αναρωτηθεί ποτέ γιατί πολλοί καταπιάνονται με το θέμα του έρωτα, ενώ ο ανεκπλήρωτος έρωτας παραμένει πάντα στο σκοτάδι, στην αφάνεια; Λίγοι καταφέρνουν να αναμετρηθούν μαζί του στα φανερά και να ανοίξουν τα χαρτιά τους. Προτιμούν τα «έτοιμα», τα εύκολα ή απλά να μείνουν μόνοι, γιατί προτιμούν τη μοναξιά τους και την ελευθερία που τους προσφέρει η ίδια.
Υπάρχουν, βέβαια, κι εκείνοι που αρνούνται να πιστέψουν πως ο έρωτας έχει τη δυνατότητα να γεννηθεί «από μακριά». Πως αυτό που νιώθουν ο ένας για τον άλλον, ακόμη και πριν γνωριστούν από κοντά, είναι απλώς μια συμπάθεια που έχει μεταφερθεί τηλεπαθητικά μέσω της κοινής τους παρέας. Ένας θαυμασμός από κοινού για την πορεία της ζωής τους, αλλά πάντα με την αίσθηση πως όταν τύχει τα βρεθούν, τα χνώτα τους θα είναι οικεία. Η μυρωδιά τους θα είναι γνώριμη.
Ακόμη κι εγώ που αγαπώ τον έρωτα και τις εκτάσεις του, δεν πίστεψα πως όταν ρωτούσα τους φίλους μας για ‘σένα, στην πραγματικότητα, ενδιαφερόμουν όντως για ‘σένα. Δεν είχα προλάβει να συνειδητοποιήσω πως το να σε ξέρω και να μη σε ξέρω παράλληλα, θα με έφερνε σε αυτή τη θέση σήμερα, να γράφω για σένα.
Γιατί όταν εσύ ερχόσουν Ελλάδα, εγώ έφευγα την επόμενη. Γιατί όταν εσύ ήσουν Ελλάδα με την παρέα μας, εγώ τύχαινε να έχω φύγει μία ώρα πριν. Γιατί δεν είχε τύχει να βρεθούμε ποτέ, για κάποιον λόγο. Για κάποιον λόγο, λοιπόν, τώρα γνωριστήκαμε.
Γιατί μεγάλωσα με τη στείρα πεποίθηση ότι ξέρω πολλά, ότι το παιχνίδι των ανθρώπινων σχέσεων «το είχα», γιατί ήξερα πως όσα ξέρω είναι σημαντικά και πως όσα δεν ξέρω δεν είχαν σημασία να μάθω. Μεγάλωσα κι όσα μάθαινα δεν είχα σε κανέναν να τα πω, στην ουσία. Ή καλύτερα, λίγοι ήταν εκείνοι που μπορούσαν να προσθέσουν κάτι άλλο, κάποια δική τους σκέψη και να την εμπιστευτώ. Κι έτσι ξεκίνησα να αυτό-βελτιώνομαι κι απλά να «πουλάω» αυτό που είχα φτιάξει. Να το πουλάω ακριβά, τόσο, που δεν μπορούσαν εύκολα να ανταποκριθούν στο δικό μου «προϊόν».
Μαζί σου όμως ξεκίνησα να το μοιράζομαι. Δεν ήθελα να πουλάω άλλο. Εξάλλου, με ήξερες. Και με μάθαινες κι άλλο, μέσα απ’ τις ατελείωτες ώρες που μιλούσαμε. Και σε μάθαινα κι εγώ. Μάθαινα το χιούμορ σου και τι θέλεις να πεις πίσω από αυτό, προσπάθησα (κι ίσως τα κατάφερα-ως έναν βαθμό) να αποκρυπτογραφήσω καθεμία προσπάθειά σου να απαντήσεις σε όποια άμεση ερώτηση έθετα, γιατί είχες μεγαλώσει κι εσύ κι είχες τα δικά σου τείχη.
Όταν πρωτομιλήσαμε, είχα την αίσθηση πως δε θα μπορούσαμε να αντέξουμε ο ένας τον άλλον. Βλέπεις, πόσο καλά να τα πας με κάποιον, το ίδιο ισχυρογνώμονα με σένα; Που έχει τη δική του υπόσταση, αλλά μπορεί να σου βγάλει τις παρωπίδες και να σε πάει κάπου που δε θες να πας, καθώς είσαι ασφαλής στον δικό σου δρόμο, που σε έχει χρόνια διαλέξει; Αλλά, που ίσως είναι η μοναδική σου ελπίδα να σου δείξει τι άλλο υπάρχει εκεί έξω, έξω απ’ το δικό σου ασφαλές κουτάκι;
Κι αφεθήκαμε. Και προσπαθούσαμε ο ένας να διδάσκεται απ’ τον άλλον, χωρίς εγωισμούς, χωρίς την αίσθηση ότι προσπαθεί κάποιος απ’ τους δύο να υπερισχύσει. Κι αφεθήκαμε στη μοίρα, που τόσα χρόνια μας χώριζε και σκέφτηκε να μας συστήσει τώρα, σε ένα ακόμα “bad timing”, που με αφορμή, για ακόμη μια φόρα, την απόσταση, θέλησε απλά να μας δείξει τι άνθρωπο θα θέλαμε να έχουμε δίπλα μας. Να μας επιβεβαιώσει τον χαρακτήρα που αναζητούσαμε τόσα χρόνια.
Αλλά προτίμησε, εμάς, να μας το αφήσει ανεκπλήρωτο. Που δεν πρόλαβε να φθαρεί, αλλά που παραμένει κάπου, να ελλοχεύει, να μας μπλέκει σε φαύλους κύκλους συναισθημάτων και σκέψεων, ονείρων κι επιθυμιών, που ίσως να μην έχουν καν σχέση με την πραγματικότητα παρά μόνο, με τη δική μας. Που προτιμήσαμε κι εμείς να παίξουμε με τους όρους της και να το αφήσουμε. Να το σεβαστούμε, αναμένοντας τις εξελίξεις της μοίρας.
Κι απλά προτιμήσαμε να λέμε στους φίλους μας, πως ήταν καλό που γνωριστήκαμε τουλάχιστον.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη