«Πού είσαι εσύ; Χαθήκαμε ε»;
«Να κανονίσουμε καφέ».
Γιατί; Γιατί όλα αυτά; Προς τι αυτές, οι πολλά υποσχόμενες, φράσεις; Γιατί όλη αυτή η υποκρισία σε σχέσεις που απλώς ολοκλήρωσαν τον κύκλο τους; Γιατί πρέπει μια τυχαία συνάντηση να έχει αυτό το φινάλε;
Βέβαια, η κάθε περίπτωση είναι διαφορετική. Πρώτα, η περίπτωση των γνωστών και τέως φίλων που συναντάς τυχαία στο δρόμο κι αναπολείτε στιγμές και καταστάσεις που ζήσατε μαζί. Θέλετε να πείτε κάτι συγκεκριμένο, το οποίο το συνδέετε με άλλο ένα συμβάν και καταλήγετε να αναλογιστείτε πια την ημέρα που γνωριστήκατε. Θυμηθήκατε την ατάκα που είχατε πει στα πρώτα λεπτά της γνωριμίας σας, το «πόσο πολύ βαριόμουν να σε γνωρίσω σήμερα» κι αυτή η υπέρβαση του εαυτού σας τελικά, σας «κόστισε» μια πολύ ιδιαίτερη και δυνατή φιλία. Τόσο έντονα, αλλά τόσο λίγο.
Γιατί σε κάποιον απ’ τους δύο, ίσως, πράγματι να κόστισε. Γιατί σήμερα, εσύ που με πέτυχες τυχαία στο δρόμο, στην πραγματικότητα, ήθελα να ακούσεις , πως εγώ σε έψαχνα χωρίς ποτέ να σε βρίσκω, ενώ εσύ με έβρισκες χωρίς ποτέ να με ψάχνεις. Κάπως έτσι γίνεται συνήθως άλλωστε. Ένας απ’ τους δύο προσπαθεί λίγο περισσότερο. Και νιώθω πολύ όμορφα όταν σκέφτομαι πως εγώ ήμουν αυτή.
Μόνο που στο τέλος, χαθήκαμε, ναι. Γιατί εσύ δεν άκουγες όταν εγώ μιλούσα, ενώ εγώ σε άκουγα ακόμη κι όταν δε μιλούσες. Σχέσεις με ημερομηνία λήξης εκ των προτέρων μιας και πλέον η απουσία αποτελεί το κύριο χαρακτηριστικό τους. Απουσία έκδηλη σε όλες τις μορφές της, φυσική μα κυρίως συναισθηματική κι ακριβώς αυτή είναι που μαρτυρά πως ο προηγούμενος κύκλος ζωής με τις συγκεκριμένες φιλίες, έχει κλείσει μόνιμα.
«Χαθήκαμε» μου είπες κι εσύ. Τέσσερα χρόνια μετά κι ακόμα να καταφέρω να μιλήσω άνετα μαζί σου. Τέσσερα χρόνια κι ακόμα θυμάμαι το πρώτο μας ραντεβού, τα ταξίδια μας, τα ατελείωτα βράδια μας στη βεράντα σου και κυρίως, ακόμα να ξεχάσω πώς ήμουν εγώ τότε μαζί σου.
Θυμάμαι, όταν πλησιάζαμε στο τέλος του κύκλου μας, εσένα, που ποτέ δε με έβλεπες όσο ήμουν μπροστά σου, ενώ εγώ σε έβλεπα ακόμα κι όταν δεν ήσουν δίπλα μου. Χαθήκαμε, λοιπόν, γιατί εσύ δεν μπορούσες και δεν ήθελες, ενώ εγώ ήθελα και μπορούσα, αλλά ήθελα και να μπορείς. Να μπορείς να κρατήσεις μαζί μου τα τελευταία πατήματά μας, αλλά εσύ είχες ήδη παραδοθεί.
Χαθήκαμε, γιατί «ήθελες να προχωρήσεις» και τα πήρες όλα, όπως συνήθιζες, χωρίς να τα ζητήσεις. Στα έδινα όλα και φύλαγες μέσα στα δικά σου και τα δικά μου, ώσπου κι εγώ τελικά δεν κράτησα τίποτα για μένα. Ίσως γιατί είχες σταματήσει να σκέφτεσαι τι μπορεί να θέλω εγώ. Δε σε κατηγορώ, γιατί ούτε κι εγώ σκεφτόμουν τι μπορεί να θέλω.
Γι’ αυτό θα χαθήκαμε, να δεις. Γιατί στο τέλος απείχαμε. Γιατί συνέχιζα να τρέχω, χωρίς να προσέξω πως κάπου σταμάτησες να ξεκουραστείς. Ώσπου σε έχασα τόσο, που και τα «λίγα» που έδινες, με ένα μαγικό τρόπο τα έκανες να φαίνονται «πολλά» ή απλώς εγώ είχα τον ηλίθιο τρόπο να βλέπω πολλά τα λίγα.
Και σήμερα που ξανά-νιώθω το άγγιγμά σου στα μαλλιά μου, συνειδητοποίησα πως όντως έπρεπε να χαθείς. Ίσως έπρεπε να νιώσω πρώτα τη δική σου απώλεια, για να καταλάβω πως το ζήτημα δεν είσαι εσύ, αλλά εγώ. Και στην πραγματικότητα, δεν είναι αλήθεια όλα όσα σου λέω τώρα, απλά αυτά θέλω να με ακούω να σου λέω. Για να με ξαναθυμηθείς κι εσύ.
Όλα αυτά θα ήθελα να σου πω πριν ξανά-χαθούμε.
Πήρα το χέρι σου απ’ τα μαλλιά μου, σου χαμογέλασα κι απλά γύρισα να φύγω.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη