Όταν βρίσκεσαι σε κάποιο εργασιακό περιβάλλον ή σε μια παρέα πολλών ατόμων, είναι επόμενο να αρχίσουν να αναπτύσσονται συζητήσεις όλων των ειδών. Στην αρχή μπορεί να είναι απλά γενικολογίες ή περί ανέμων και υδάτων. Ωστόσο όσο περνάνε τα λεπτά, το περιεχόμενο της συζήτησης ανανεώνεται και συχνά στρέφεται σε κάποιο σοβαρότερο και πιο φλέγον θέμα. Εκεί το αν θα μιλήσεις ή όχι είναι στο χέρι σου αλλά εξαρτάται κι από κάποιους παράγοντες. Αν το θέμα σαν θέμα σε θίγει ή ακόμη αν δεν υποστηρίζεις τις απόψεις που ακούγονται, τότε τα ενδεχόμενα είναι δύο. Είτε θα το αγνοήσεις και δε θα μπεις στη διαδικασία μιας συζήτησης που σε κάνει να νιώθεις άβολα, είτε θα ανεβάσεις τις εντάσεις και θα πεις τη γνώμη σου πάση θυσία. Βέβαια υπάρχει και άλλη μία περίπτωση. Να μην έδινες προσοχή εξαρχής και όταν τελικά άκουσες επιχειρήματα και απόψεις που σε εξόργισαν να μη μίλησες φοβούμενος να μπεις σε μια κουβέντα που δεν έχεις αντιληφθεί στο πλήρες.
Η μια περίπτωση είναι ξεκάθαρη ενώ οι άλλες δύο είναι εύκολο να μπερδευτούν μεταξύ τους λόγω της κοινής αντίδρασης και συμπεριφοράς. Μπορεί να έχουν αρκετές ομοιότητες αλλά υπάρχουν κάποια μικρά στοιχεία που κάνουν τη διαφορά. Και στις δύο υπάρχει η επιτηδευμένη αγνόηση των λεγομένων. Η διαφορά τους όμως κρύβεται στα αίτια.
Όταν αγνοείς αυτά που λέγονται, είναι επειδή θέλεις να αποφύγεις τη συζήτηση. Δεν έχεις καμία διάθεση να πάρεις μέρος και ούτε να δώσεις κάποια σημασία. Θεωρείς τη σιωπή σου ισάξια του αντίλογου. Προτιμάς την ηρεμία που αυτή σου προσφέρει από την ένταση στην οποία θα υποβληθείς αν μπεις στη διαδικασία να υποστηρίξεις πράγματα για εσένα αυτονόητα. Από την άλλη μπορεί να αφορά κάτι για το οποίο είχε προηγηθεί συζήτηση και είχε σχέση με το πρόσωπό σου αλλά εσύ επέλεξες να μη δώσεις σημασία και ούτε να τα λάβεις υπόψη. Κάτι τέτοιο θα δικαιολογούσε την εσκεμμένη αγνόηση των συνομιλητών.
Αντιθέτως στην περίπτωση που αγνοείς μια συζήτηση επειδή εξαρχής δεν έδινες προσοχή, δεν είναι ότι δε θες να λάβεις μέρος. Θέλεις, το θέμα ίσως και να σε ενδιαφέρει και να έχεις πολλά να σχολιάσεις, ίσως ακόμη να νιώθεις το αίμα σου να βράζει και κάθε δευτερόλεπτο που κάνεις πίσω, να το εκλαμβάνει ο οργανισμός σου σαν μια μικρή προσωπική ήττα. Δυστυχώς όμως η σκέψη του να πεις κάτι που ήδη αναφέρθηκε ή που τελικά δε συμβαδίζει με τα όσα έχουν ακουστεί, σε τρομάζει. Η απλούστερη λύση θα ήταν να ρωτήσεις για να ξανά ακούσεις αυτά που ειπώθηκαν, αλλά κάτι τέτοιο θα σε έκανε απλώς τον αφηρημένο της παρέας και σε θέματα που σε αφορούν δε θες να παρουσιάζεσαι σαν τέτοιος.
Ίσως φοβάσαι ακόμα μην προσβάλεις, μη δείξεις αδιάφορος ή μη σκεφτούν πως δεν τους παίρνεις στα σοβαρά. Πως αυτά που λένε σε κάνουν να βαριέσαι, με αποτέλεσμα με τη σειρά τους να μη δώσουν προσοχή σε αυτά που θα πεις εσύ στη συνέχεια. Έτσι για να αποφύγεις τις άγριες ματιές και τις παρεξηγήσεις, επιλέγεις να αγνοήσεις και τα υπόλοιπα λόγια.
Η διαφορά λοιπόν κρύβεται στο ότι στη μία κατάσταση επιλέγεις συνειδητά να μη μιλήσεις, ενώ στην άλλη πρόκειται απλά για έσχατη λύση και τρόπο αποφυγής προβλημάτων. Και στις δύο βέβαια υπάρχει κάποιος κίνδυνος. Στη πρώτη να αντιληφθούν τα άτομα πως τα αγνοείς και σε δυσαρεστούν τα λεγόμενά τους, ενώ στην άλλη να καταλάβουν πως υποκρίνεσαι και να σε κατηγορήσουν. Υπάρχει ακόμη ο κίνδυνος να νιώσεις κι εσύ άσχημα στο τέλος αν επιλέξεις τη σιωπή συνειδητά.
Η λύση είναι μία και επικεντρώνεται στα γράμματα μιας μικρής αλλά σπουδαίας λεξούλας. Ειλικρίνεια. Το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να είσαι ανοιχτός τόσο με τον εαυτό σου όσο και τους γύρω σου. Να έχεις το θάρρος να παραδεχτείς πως δεν έδινες βάση σε αυτά που λέγονταν και όχι να κρύβεσαι πίσω από το δάχτυλο σου. Ναι είσαι ευθύς και να λες στα ίσα πότε κάποια συζήτηση σε ενοχλεί αντί να δείχνεις υπερόπτης μέσω της εσκεμμένης αγνόησης. Έτσι δε θα δημιουργηθούν εντάσεις εκεί που δε χρειάζονται. Μην ξεχνάς, ο ντόμπρος άνθρωπος είναι σχεδόν βέβαιο πως θα χαίρει εκτίμησης, ενώ εκείνος που κρύβεται είναι δεδομένο πως θα στερηθεί το δικαίωμα της γνώμης του.
Επιμέλεια κειμένου: Μαρία Ρουσσάκη