Με τους ανθρώπους μας συχνά μπαίνουμε σε συζητήσεις κι αναλύσεις περί πάντων, μπαίνοντας καμιά φορά σε βαθιά νερά και κολυμπώντας στα εσώψυχά μας. Τι γίνεται όμως όταν οι γνωστοί μας ή ακόμα και κάποιοι άγνωστοι προς εμάς ξεπερνούν τα όρια και ρωτούν πράγματα που μπορεί να μας φέρουν σε δύσκολη θέση σπάζοντας έτσι το φράγμα της ιδιωτικότητας; Αντιδράμε ή ακολουθούμε την πάγια τακτική που μας έχουν μάθει όλα αυτά τα χρόνια;

Αντηχεί στα αυτιά μας η εικόνα των γονιών μας να λέει: «Έλα μωρέ μεγάλος άνθρωπος είναι.» Μα ποσό ειρωνικό εσύ που δέχεσαι την ερώτηση γεμάτη αδιακρισία κι επικριτικότητα να είσαι και εκείνος που οφείλει να διατηρεί τη συζήτηση σε μια κάποια ισορροπία και να προσέχεις μην προσβάλλεις τον συνομιλητή σου!

Όλοι έχουμε βρεθεί σε συζητήσεις-ανακρίσεις σε που αφορούν ζευγάρια, που ακόμη και την ίδια μέρα του γάμου τους, οι γνωστές ερωτήσεις αδιακρισίας βρίσκονται στο επίκεντρο.

«Ποτέ θα παντρευτείτε;»
«Βάλατε μπρος για παιδάκι;»
«Τι με ένα παιδάκι θα μείνετε;»
«Είσαι έγκυος;»

Όχι καμία από τις παραπάνω ερωτήσεις δεν κρύβει ούτε μία στάλα ενδιαφέροντος, αντιθέτως δείχνει την ανάγκη που έχει ο κόσμος να παρεμβαίνει και να κουμαντάρει εκείνος τη ζωή σου, βάζοντας μπροστά το σωστό και το λάθος του ως κανονικότητα, δείχοντάς σου πώς να ζήσεις.
Επίσης πολύ συχνό φαινόμενο αδιακρισίας κι εξαιτίας της οικονομικής κρίσης την τελευταία δεκαετία συνηθίζεται ξεκινώντας μια καινούργια δουλειά να δέχεσαι ερωτήσεις για το ποσό του μισθού που λαμβάνεις, αν σου φτάνει κι εάν τα βγάζεις πέρα. Λες και υπάρχει ποτέ καμία περίπτωση σε ουσιαστικά αγνώστους ανθρώπους να μιλήσεις για τις οικονομικές σου δυσκολίες εάν κι εφόσον υπάρχουν. Εξάλλου δεν έχουν σκοπό να σε βοηθήσουν αλλά να θρέψουν το δικό τους εγώ πιστεύοντας πως δεν υπάρχουν άνθρωποι σε καλύτερη μοίρα από αυτούς. Όλα στον κουβά της σύγκρισης για λίγη επιβεβαίωση παραπάνω.

Οι γιορτές, τα γενέθλια κι οι οικογενειακές μαζώξεις είναι επίσης μια πολύ καλή αφορμή για να μαζευτούν συγγενείς, γνωστοί και φίλοι και να γίνει μια πρώτου βαθμού ανάκριση. Πλησιάζει αργά η ερώτηση, σχεδόν αθώα, μέχρι να καταλήξει να σε φέρει σε τρομερά δύσκολη θέση.

«Τα πόσα κλείνεις; Αχ μεγάλωσες κι εσύ. Άντε με ένα καλό παιδί.»
«Πτυχίο πότε θα πάρεις είπαμε;»
«Η σχέση σου γιατί δεν ήρθε, χωρίσατε;»
«Καλέ, γιατί έβαψες τα μαλλιά σου αυτό το χρώμα;»

Ερωτήσεις βαθιά αδιάκριτες και προσβλητικές, που σε βάζουν σε μια διαδικασία να νιώσεις από το πουθενά άσχημα με τον εαυτό σου.
Συχνά βέβαια η αδιακρισία ορισμένων αποκτά ως άμυνα και μια δόση χιούμορ για εκείνον που τη δέχεται αφού αν δε σε νοιάζει να τσαλακωθείς και να ταράξεις τα νερά κάποιου άλλου μπορείς να δώσεις ρεσιτάλ ψευδών απαντήσεων βλέποντας τον « τρόμο» στα μάτια του συνομιλητή σου. Προστατεύεις έτσι την ψυχραιμία σου και την ιδιωτικότητά σου, όμως σαφώς, δεν είναι πάντα εύκολο όταν δέχεσαι πυρά να τα αντιμετωπίζεις με χάρη.

Σε όλη την πάροδο της ζωής σου θα υπάρχουν άνθρωποι που θα κρίνουν πάντοτε αυτό που κάνεις και μέσα από ερωτήσεις θα προσπαθούν να σε πείσουν και να σε οδηγήσουν στο δικό τους φαινομενικά σωστό μονοπάτι. Είναι οι ίδιοι άνθρωποι που θα απαρνηθούν με πείσμα τους «κουτσομπόληδες» και στο τέλους κάθε ανακριτικής κουβέντας θα πετάξουν μια ατάκα ελευθερίας κινήσεων γιατί «εσύ ξέρεις καλύτερα και άλλωστε είναι η ζωή σου».

Ναι! Είναι η ζωή σου κι όταν κάποιος ξεπερνά τα εσκεμμένα τα όρια της ιδιωτικότητάς σου μη διστάσεις να του το πεις και να θέσεις τις κόκκινες γραμμές σου. Εξάλλου με ευγενικές κι αόριστες απαντήσεις μπορείς πάντοτε να αποφύγεις μια δύσκολη συζήτηση. Δεν είναι υποχρέωσή σου να απαντάς σε καθετί που σε ρωτάνε, εσύ επιλέγεις τι θέλεις να μοιραστείς και τι όχι. Υπάρχει πάντα και το «δεν ξέρω, δεν απαντώ».

 

Συντάκτης: Αγγελική Μαλιόρα
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου