Δεν ξέρω τι θυμάστε εσείς από το πρώτο σας ραντεβού. Εγώ τα θυμάμαι σχεδόν όλα. Και μόνο μία λέξη μου έχει μείνει σαν ανάμνηση από εκείνη τη βραδιά.
Αποτυχία. Πλήρης και ολοκληρωτική.
Ναι, ήταν μία αποτυχία. Τα θυμάμαι όλα τόσο πολύ καθαρά, τόσο ζωντανά. Σαν να είναι τώρα. Και είμαι τόσο σίγουρος όσο και εκείνο το βράδυ: ό,τι μπορούσα να το κάνω λάθος, το έκανα.
Εντάξει, μην είμαι τόσο ακραία κακός με τον εαυτό μου. Είχα πάρει και λουλούδια. Μπορεί να ήμουν εκεί στην αρχή του λυκείου αλλά έκανα την κίνηση. Της πήρα λουλούδια. Από όλο το βράδυ, τα λουλούδια ήταν το μόνο που της άφησε θετική εντύπωση. Όλα τα άλλα είμαι σίγουρος ότι δεν ήθελε να τα θυμάται. Και δεν ξέρω καν αν τη θυμάται εκείνη τη βραδιά. Εγώ θα ήθελα να ήταν πολύ διαφορετική.
Αλλά και πάλι δεν μπορώ να την αλλάξω. Αλλά ούτε και να τη ξεχάσω.
Θυμάμαι σίγουρα ότι από εκείνη τη βραδιά και μέχρι σήμερα δεν έχω πιεί ποτέ ξανά Baileys. Μου έχει μείνει τραύμα. Το απεχθάνομαι τώρα πια. Τελευταία φορά ήπια εκείνο το βράδυ.
Νοέμβρης ήταν νομίζω, λίγο μετά την αρχή της σχολικής χρονιάς. Δεν έκανε κρύο πολύ. Είχα πολύ άγχος. Τόσο πολύ που δεν μπορούσα να αποφασίσω τι να βάλω επί ένα ολόκληρο απόγευμα. Ακόμα κι όταν έφυγα τρέχοντας για να μην αργήσω, δεν ήμουν σίγουρος ότι τα φορούσα όλα. Κάτι θα είχα ξεχάσει να βάλω πάνω μου.
Θυμάμαι κάτσαμε στον «Πευκώνα», το μαγαζί θρύλος των δυτικών προαστίων, όπου γεννήθηκαν μερικά από τα πιο γνωστά τραγούδια των Πυξ Λαξ. Παραγγείλαμε και περιμέναμε.
Όχι τον σερβιτόρο να εμφανιστεί. Αλλά τη δυνατότητά μου να αρθρώσω δύο κολλητές λέξεις.
Απέτυχα παταγωδώς. Με είχε συνεπάρει και φοβίσει ταυτόχρονα αυτό το αίσθημα της πρωτόγνωρης προσμονής που διακατέχει όλα τα πρώτα ραντεβού. Τα οποία είναι σαν γλυκά σαν θάλασσα και φωτεινά σαν καλοβαλμένο υπόγειο. Προσπαθείς να κρυφοκοιτάξεις λίγο προς το μέρος της, με την ελπίδα να μπορέσεις να καταλάβεις έστω και στιγμιαία ότι έχεις το ενδιαφέρον της και την προσοχή της. Και τις καίριες στιγμές πρέπει να λες και κάτι για να της υπενθυμίσεις την παρουσία σου.
Δεν είπα λέξη. Και μετά όταν γύρισα σπίτι κοιταζόμουν στον καθρέφτη απορώντας τι ακριβώς είχα στόχο να πετύχω με αυτή τη συνταρακτική παρουσία/απουσία. Σ’ εκείνο το ραντεβού θα μπορούσε κανείς να με αντικαταστήσει εύκολα με ένα λαμπατέρ. Κανείς δε θα καταλάβαινε τη διαφορά. Και ένα σεμεδάκι στο κεφάλι.
Δε θυμάμαι καν πόσες λέξεις ανταλλάξαμε. Πρέπει να ήταν κάνα δυο προτάσεις. Όλες τις συζητήσεις τις έκαναν οι υπόλοιποι της παρέας. Όσες φορές και αν προσπάθησα να της απευθύνω το λόγο, όλα μου έμοιαζαν τόσο αδιάφορα και ανόητα. Και έτσι έμεινα με το… Baileys στο χέρι. Οι μαλακίες πληρώνονται και ενίοτε επιστρέφουν.
Στις σχέσεις όμως σχεδόν ποτέ. Μόνο πληρώνονται. Επιστροφή δεν είδα.
Αγάπη μόνο. Δεν κρατάω τίποτα άλλο από εκείνο το βράδυ. Και την καλή εντύπωση που έκαναν τα λουλούδια. Τα οποία, το παραδέχομαι ήταν ιδέα της μάνας μου. Εγώ από μόνος μου όχι λουλούδια δε θα έπαιρνα, αλλά ούτε καν θα πέρναγα έξω από το ανθοπωλείο.
Έτσι που λέτε. Ένα πρώτο ραντεβού γεμάτο μαύρες τρύπες. Μηδέν εις το πηλίκο δηλαδή. Κρατώ όμως όσα έκανα λάθος. Και πάνω από όλα κρατάω αυτή την αίσθηση του πρώτου ραντεβού. Την αίσθηση ότι ανακαλύπτεις έναν καινούριο κόσμο. Με άπειρες δυνατότητες.
Όσα πράγματα κι αν πήγαν στραβά εκείνο το βράδυ, το χτυποκάρδι που χοροπηδούσε στο στήθος μου καθώς περίμενα, δε θα μπορούσε να ανταλλαχθεί με κάτι άλλο. Ακολούθησαν κι άλλα ραντεβού με άλλες γυναίκες. Πολύ πιο σημαντικές στη ζωή μου. Κάθε φορά υπήρχε ένα άγχος. Αλλά μόνο στο πρώτο μου ραντεβού ήταν που όλα έμοιαζαν να αναπηδούν. Ήταν το άγχος της πρώτης φοράς, ο φόβος του αγνώστου που ξεπετάχτηκε ξαφνικά μπροστά μου.
Κι απέτυχα παταγωδώς να το διαχειριστώ. Αλλά μήπως αυτός δεν είναι ο παράλληλος ορισμός του έρωτα;
Ένα άθροισμα αποτυχιών που κατά έναν μαγικό τρόπο σε οδηγεί πάντα στον παράδεισο.
Επιμέλεια Κειμένου Κωνσταντίνου Κυριάκου: Σοφία Καλπαζίδου