Θα το έχετε παρατηρήσει φυσικά ότι η τελευταία μόδα είναι εκείνη του «γράφω κάτι κείμενα τώρα τελευταία…», είτε σε site, είτε σε blog, είτε σε οποιοδήποτε άλλο μέσο. Όλοι έχουμε γίνει συγγραφείς τώρα τελευταίως. Όλοι ματώνουμε σελίδες, ηλεκτρονικές ή πραγματικές, στο βωμό της ανάγκης μας να εκφραστούμε και να ξεσπάσουμε.
Και έχω παρατηρήσει ότι όλοι ξεκινάμε να γράφουμε με αφορμή έναν έρωτα. Μία συναισθηματική στιγμή ή περίοδο της ζωής μας, η οποία μας άγγιξε με έναν καινούριο και άγριο τρόπο. Η αντίδραση του οργανισμού μας σε αυτή τη τη νέα αλληλεπίδραση, σε αυτά τα νέα συναισθήματα είναι το πιάσουμε ένα μολύβι και να ανοίξουμε ένα παρθένο τετράδιο.
Γιατί όμως τόσο έντονη ροπή προς τη συγγραφή;
Ο πρώτος ξεκάθαρος λόγος είναι επειδή σε βοηθάει να οργανώσεις τις σκέψεις σου. Να τις βάλεις σε μία σειρά, και αν δεν σου αρέσει η σειρά αυτή, να πάρεις τη γόμα και να τις σβήσεις. Να ξαναπροσπαθήσεις μέχρι να σου αρέσει το αποτέλεσμα.
Ο δεύτερος, εξίσου σημαντικός λόγος, είναι ότι στο χαρτί μπορείς να γράψεις λόγια και σκέψεις, φόβους και ελπίδες, που ούτε στον ίδιο σου τον εαυτό δεν μπορείς να εκμυστηρευτείς. Μία λευκή σελίδα είναι ένας εν δυνάμει καθρέφτης. Πάνω της έχεις μία μοναδική ευκαιρία να προβάλλεις το αληθινό σου πρόσωπο. Αυτά που κρύβεις βαθιά μέσα σου. Λόγια που ούτε καν τόλμησες να ξεστομίσεις. Πριν τα πεις σε εκείνη ή εκείνον, έχεις μία μοναδική ευκαιρία να σε γνωρίσεις ξανά. Με έναν πρωτοφανή και ιδιαίτερο τρόπο.
Τα οποία λόγια ακούγονται αλλιώς όταν τα γράφεις. Είναι περίεργο, αλλά όταν κάποιος πιάνει μολύβι και χαρτί και παλεύει να βάλει τη θάλασσα που μαίνεται μέσα στο μυαλό του σε μία σειρά, προσέχει τις λέξεις που θα χρησιμοποιήσει. Θα κουραστεί να διαλέξει τη σωστή. Ενώ προφορικά δεν προσέχουμε και τόσο πολύ την επιλογή των λέξεων. Με το γραπτό είναι διαφορετικά. Σε πιέζει να προσέξεις.
Όταν πας να μιλήσεις στην πραγματική ζωή, όλα σου φαίνονται λάθος και χαζά. Το μυαλό σου είναι μπερδεμένο και η γλώσσα σου νιώθεις ότι επιλέγει μόνο τις αταίριαστες λέξεις. Εάν όμως κάτσεις και τις γράψεις στο χαρτί όσα θέλεις να πεις, θα δεις ότι είναι αλλιώτικο το λεξιλόγιο που θα διαλέξεις. Θα φτιάξεις μία καινούρια, όμορφη έκδοση των σκέψεών σου. Ίσως επειδή στο γραπτό είναι εύκολο να γυρίσεις πίσω, να διορθώσεις κάτι και να το βελτιώσεις. Η πραγματικότητα δεν σου επιτρέπει τέτοιες. Όταν θα πας να μιλήσεις κάθε λέξη που ξεστομίζεις είναι αδύνατο να παρθεί πίσω.
Ο πιο σημαντικός λόγος όμως είναι, και αυτό ίσως ακουστεί λίγο περίεργο, ότι η συγγραφή είναι την ίδια στιγμή μία πράξη θάρρους και μία πράξη δειλίας. Θάρρους γιατί απαιτεί πόνο το να ανοίξεις ένα τετράδιο και να αρχίσεις να γράφεις σκέψεις δικές σου, βαθιές και αληθινές, και κυρίως τους φόβους σου. Γιατί αυτοί είναι που κυριαρχούν στο μυαλό σου όταν τρέχει η πένα πάνω στο χαρτί. Και δειλίας γιατί αποτελεί μία προσπάθεια να προβάλλουμε τον ιδεατό κόσμο που έχουμε στο μυαλό μας σε μία κόλλα χαρτί. Επειδή δε νιώθουμε δυνατοί αρκετά ώστε να γίνουμε η αλλαγή που θέλουμε για την πραγματικότητά μας, μεταφέρουμε την επιθυμία μας για αυτή την αλλαγή σε μία κόλλα χαρτί.
Σε ένα πιο απλό παράδειγμα. Όταν ένας άντρας αποφασίζει να πάει σε μία γυναίκα για να της μιλήσει ή να της πει πώς αισθάνεται ή να της κάνει πρόταση γάμου, υπάρχει μία συγκεκριμένη στιγμή, ακριβώς όταν κάνει το πρώτο βήμα, που όλα φαίνονται λάθος και ταυτόχρονα σωστά. Η απόλυτη παράκρουση δηλαδή. Εκεί ακριβώς πάνω, σε αυτή την αντίθεση συναισθημάτων είναι που φυτρώνει η ανάγκη μας να γίνουμε πιο ρομαντικοί και πιο ποιητικοί. Γιατί μόνο έτσι μπορούμε να αμβλύνουμε αυτές τις μεγάλες αντιθέσεις που μας βασανίζουν.
Στο τέλος της ημέρας, όλα μπορούν να κατηγορηθούν στον έρωτα. Εκείνος είναι που αγγίζει τις πιο ευαίσθητες χορδές της ύπαρξής μας. Και αναλόγως τον άνθρωπο, η μουσική που θα ακουστεί θα είναι διαφορετική. Κάποιοι θα γράψουν κείμενα, άλλοι θα πολεμήσουν με την ποίηση, ίσως κάποιοι βρουν κάποιοι άλλη έξοδο. Αλλά όπως μου αρέσει να λέω, ο έρωτας είναι η κινητήριος δύναμη της ανθρώπινης ύπαρξης. Χάρη σε αυτόν καταφέρνουμε να ξεπερνάμε τον εαυτό μας και να γνωρίζουμε καινούριες πτυχές του.
Στον έρωτα όλοι γινόμαστε ποιητές. Γιατί ο έρωτας είναι τόσο εξωπραγματικά όμορφος, που τίποτα από τα συνηθισμένα δεν μπορεί να τον εκφράσει. Απαιτεί το κάτι παραπάνω.
Eπιμέλεια Κειμένου Κωνσταντίνου Κυριάκου: Σοφία Καλπαζίδου