Η ιστορία μου, διαδραματίστηκε σε τρία καλοκαίρια. Οι χειμώνες τελικά είχαν σημασία, όμως τα καλοκαίρια ήταν τα ορόσημα των γεγονότων.
Πρώτο καλοκαίρι. Φοιτήτρια ακόμη, σύχναζα στο underground κι είπα να προσθέσω στο βιογραφικό μου το σερβιτοριλίκι εκεί. Θα δούλευα Δευτέρες, Τρίτες και Τετάρτες μόνο· μην πάθω και καμιά υπερκόπωση! Την πρώτη εβδομάδα χρειάστηκε να δουλέψω και Πέμπτη, ώστε να καλύψω ένα έκτακτο ρεπό. Ήταν η Πέμπτη, που ξεκίνησε αυτή εδώ η ιστορία.
Κάθισε με έναν φίλο του σε ένα απ’ τα έξω τραπέζια κι εκείνος παράγγειλε μπίρα και ουίσκι. Τον ρώτησα αν περιμένουν κι άλλον, γέλασε κι είπε όχι. Κάτι με τράβηξε σ’ αυτό το γέλιο. Το υπόλοιπο βράδυ πρέπει να τους πήγα πέντε λίτρα νερό και να τους άλλαξα τασάκι εκατό φορές. Ανάμεσα στα πήγαινε-έλα, ανταλλάξαμε ονόματα, μέρη, ηλικίες, κάτι απ’ τη ζωή μας. Και κινητά.
Τις επόμενες τρεις ημέρες μιλούσαμε ακατάπαυστα. Εκείνη την Πέμπτη θα πήγαιναν Μικρολίμανο αλλά για κάποιο λόγο δε θέλησαν να καθίσουν πουθενά εκεί και θυμήθηκαν το under, στο οποίο είχαν χρόνια να πάνε. Φυσικά, στο ενθουσιασμένο κι ερωτοχτυπημένο μυαλό μας όλη αυτή η σύμπτωση, το να δουλεύω εκτάκτως μια Πέμπτη που εκείνος ήρθε μετά από χρόνια στο μαγαζί, καταγράφηκε ως «της μοίρας γραφτό» να γνωριστούμε.
Τρεις ημέρες μετά βγήκαμε το πρώτο μας ραντεβού. Κοιτούσα μια εκείνον και μια τη θάλασσα κι ένιωθα πως τον ξέρω χρόνια, πως μπορώ να του πω τα πάντα. Ως το βράδυ, μιλήσαμε πολύ, γελάσαμε πολύ, ερωτευτήκαμε πολύ. Είπαμε «καληνύχτα» με το ζόρι και «καλημέρα» σε αυτόν τον πρωτόγνωρο δυνατό ενθουσιασμό, που σε κάνει να θεωρείς λογική όποια τρέλα σου κατέβει στο μυαλό. Μια εβδομάδα μετά συζήσαμε. Πόσο καιρό πια να μένουμε χώρια, δηλαδή; Είκοσι μέρες αργότερα χτύπησε τατουάζ το όνομα μου και δυο μήνες μετά μου έκανε πρόταση γάμου.
Ο κυνικός εαυτός μου θα έσκαγε στα γέλια, κατεβάζοντας τσιτάτα τύπου «ο γάμος είναι μια μαλακία και μισή», «οι γκόμενες φεύγουν, τα τατουάζ μένουν», «ακόμη δεν τον είδαμε, Γιάννη τον βαφτίσαμε». Ότι αυτό είναι το όνομά του, δεν έχει καμιά σημασία. Όπως δεν είχε και καμία σημασία η λογική. Γέλασα τελικά. Γέλασα, λέγοντας «ναι» σε μια πρόταση που δεν είχε ίχνος φανφάρας και στερεότυπης έκφρασης. Σε μια πρόταση που έγινε απλά, στο κρεβάτι, ανάμεσα σε χάχανα και παιχνίδια.
– Θέλεις να παντρευτούμε;
– Ναι.
Περάσαμε έναν υπέροχο χειμώνα, γεμάτο έρωτα, βόλτες, συζητήσεις, μουσικές και ταξίδια· γεμάτο πάθη, μαλώματα, διάβασμα και συνεχόμενων πρώτων ραντεβού. Γεμάτο τρέλα.
Δεύτερο καλοκαίρι. Η ημερομηνία έκλεισε, όπως και η πρόταση. «Ποιο απ’ τα επόμενα Σάββατα θα παντρευτούμε τελικά;». «Στις 29;». «Στις 29». Η προετοιμασία ήταν σαν να κανονίζαμε ένα πάρτι γενεθλίων. Τι ώρα θα μαζευόμασταν, τι θα βάλουμε, πού θα πάμε να τα πιούμε μετά. Στις 29, φόρεσα ένα λευκό φόρεμα και πήγα περπατώντας και καπνίζοντας στο δημαρχείο του Πειραιά. Ο μπαμπάς μου απλώς γκρίνιαζε πάλι που καπνίζω περπατώντας κορίτσι πράμα, εγώ χάζευα τις βιτρίνες και τριάντα άτομα περίμεναν έξω απ’ το δημαρχείο. Ένιωθα καθόλου νύφη, σε έναν καθόλου γάμο. Το κατέγραφα ως μια τρέλα με έναν άνθρωπο που ερωτεύτηκα τρελά. Κι έτσι, δεν με βάρυνε η βέρα.
Ο χειμώνας που ήρθε ήταν δύσκολος. Μαλώναμε πολύ συχνά, θύμωνα πολύ πιο εύκολα, ένιωθα ότι ο έρωτας εγκαταλείπει· απ’ την πλευρά μου. Δεν μπορώ να ανακαλέσω πότε ακριβώς άρχισε η αντίστροφη μέτρηση ή αν υπήρξε συγκεκριμένη αιτία. Απομακρυνθήκαμε, καταλογίζοντας ευθύνες ο ένας στον άλλον. Οι δικές μου ήταν περισσότερες.
Το κυνικό εγώ μου, λέει πως ήταν έρωτας-πυροτέχνημα, πως ότι ξεκινά τόσο έντονα ξεφουσκώνει.
Το ρομαντικό εγώ μου, λέει πως τον ερωτεύτηκα και τον αγάπησα πολύ, ήμουν όμως αρκετά μικρή και καθόλου έτοιμη να διαχειριστώ μια συμβίωση. Οι αντιδράσεις μου ήταν τόσο αυθόρμητες, όσο και όλη αυτή η ιστορία. Δεν σκεφτόμουν τους συμβιβασμούς που χρειάζονται ώστε δυο άνθρωποι να αντέξουν μαζί στον χρόνο. Ούτε κι ότι η ζωή δεν είναι ταινία· ότι μπορείς μεν να ανατρέψεις τη ρουτίνα, αλλά σίγουρα θα κάνει την εμφάνισή της. Στα 23 μου πίστευα ότι ο έρωτας δε χωράει ρουτίνες και ξενερώματα. Κι άπαξ κι έκαναν την εμφάνισή τους, ήταν τελεσίδικο.
Τρίτο καλοκαίρι. Έβγαινα συνέχεια με φίλους γιατί το σπίτι δε με χωρούσε. Ήξερα ότι θα χώριζα, αλλά ανέβαλλα την επώδυνη κουβέντα. Το κύκνειο άσμα μας, ήταν ένα ξαφνικό διήμερο, σε μια ύστατη προσπάθεια να «σώσουμε οτιδήποτε αν σώζεται». Αρχικά, πληγώσαμε πολύ ο ένας τον άλλον, ανακουφίζοντας το μέσα μας από τα άσχημα που είχαμε μαζέψει. Ύστερα ηρεμήσαμε. Πήγαμε για ποτό και για βραδινό μπάνιο, ξαναζώντας στιγμές απ’ το πρώτο μας καλοκαίρι. Περπατήσαμε αγκαλιά μεθυσμένοι, γελάσαμε, αγαπηθήκαμε. Βαθιά μέσα μας ξέραμε ότι είχε τελειώσει και το αποχαιρετούσαμε όπως το καλωσορίσαμε. Λίγο αργότερα, ήμασταν επίσημα διαζευγμένοι.
Υ.Γ. Το τραγούδι του γάμου μας θα ήταν το «dance me to the end of love».
Κανείς μας όμως δεν πήρε το cd μαζί του εκείνη την ημέρα. Έτσι, ούτε το ακούσαμε, ούτε αποκτήσαμε τραγούδι γάμου μιας και αν ήταν κάποιο, έπρεπε να είναι αυτό. Δέκα χρόνια μετά, θα συνοδεύσει εκείνο τον γάμο, έστω στην αφήγησή του.