Καλοκαίρι. Είναι συνήθως η εποχή που τα κορίτσια δεν ψάχνουν κάποιον για να χουχουλιάζουν μαζί κάτω απ’ τα παπλώματα βλέποντας ταινίες ή για να χαζεύουν αγκαλιασμένοι την βροχή να χτυπάει το τζάμι. Ή για κάποια άλλη απ’ τις κλισέ χειμωνιάτικες γκομενικές ανάγκες. Είναι συνήθως η εποχή που οι κοριτσοπαρέες βγαίνουν με σχέδιο δράσης «ψεκάστε, σκουπίστε, τελειώσατε» κι όχι απαραίτητα μ’ αυτήν τη σειρά. Κι όπως κάθε σχέδιο δράσης που σέβεται τον σκοπό του, έχει συγκεκριμένη ιεροτελεστία.
Το «πριν»: Το απογευματάκι μαζεύονται όλες στο σπίτι που έχει οριστεί ως γιάφκα, κουβαλώντας η καθεμία το οπλοστάσιό της. Φορέματα, μπλούζες και σορτσάκια, ο αριθμός των οποίων είναι δυσανάλογος με τον αριθμό των κοριτσιών, αφού θα προηγηθεί η απαραίτητη πασαρέλα, ζητώντας ομοφωνία πριν τη «μεγάλη έξοδο». Καλλυντικά, σίδερα μαλλιών, ξυραφάκια και κρέμες, τσάντες και τσαντάκια και τα απαραίτητα ψηλοτάκουνα που θα αναδείξουν τα δυνατά σημεία του σώματος.
Εσώρουχα, σε διάφορα χρώματα κι υφάσματα, γιατί αγάπη μου αν το βρακί, που δεν θα προλάβει να δει ο –προς το παρόν φανταστικός- τύπος, δεν ταιριάζει με το χρώμα της τιράντας της μπλούζας, μπορεί να εμφανίσει μέχρι και πρόβλημα στύσης. Άσε που σίγουρα καμία δε θέλει να είναι αυτή, για την οποία την επόμενη μέρα, ο εν λόγω τύπος θα λέει στους κολλητούς: «ρε μαλάκα, φορούσε λευκό σουτιέν με γαλάζια μπλούζα, εσύ δηλαδή θα την πηδούσες;».
Και φυσικά ένα μπουκάλι βότκα. Γιατί τα κορίτσια πίνουν ένα ποτάκι, όσο ετοιμάζονται γελώντας, ίσα για να βγουν με τις αναστολές τους ελαφρώς σπασμένες. Και για τα απαραίτητα δυο σφηνάκια πριν βγουν απ’ το σπίτι. Ένα για το ανεπιτήδευτα σέξι στυλ που δεν έτυχε, πέτυχε κι ένα στην υγειά της τρέλας που ετοιμάζονται να κάνουν.
Το «κατά τη διάρκεια»: Κάνουν θεαματική είσοδο στο μπαράκι που έχουν επιλέξει· επιλογή που βασίζεται στο αν είναι επιλογή των τρέντι ωραίων τύπων, που προφανώς δε βγαίνουν για να πιουν ένα ποτό με την παρέα τους, αλλά για να χαρίσουν ένα αξέχαστο βράδυ σε εκείνη που ίσιωσε καλύτερα το μαλλί. Σάμπως εκείνοι δεν πέρασαν ώρες μπροστά απ’ τον καθρέπτη για να σιγουρευτούν ότι το πουκαμισάκι δείχνει όσο στέρνο πρέπει;
Κάθονται στην μπάρα· στρατηγικό σημείο φυσικά. Από εκεί, έχουν όλο το μαγαζί στο οπτικό τους πεδίο. Από εκεί, θα περάσουν όλοι για να πάρουν ποτό. Στην τελική, εκεί υπάρχει πάντα ο μπάρμαν.
Παραγγέλνουν πολύχρωμα κοκτέιλ, ξεκινώντας με κοσμοπόλιταν και καταλήγοντας με sex on the beach, που είναι άλλωστε κι η κρυφή τους επιθυμία. Σκανάρουν μέχρι και τον τύπο που στέκεται πίσω απ’ την κολόνα, με τόση ικανότητα που θα τη ζήλευε κι ο Σούπερμαν, αφήνουν το βλέμμα τους να σταθεί τα προτεινόμενα πέντε δευτερόλεπτα σ’ αυτούς που τους αρέσουν κι ύστερα επιστρέφουν στη μεταξύ τους συζήτηση, με κρυφογελάκια.
Τους την πέφτει η διπλανή παρέα, απ’ την οποία δεν τους αρέσει κανείς και βιάζονται να πάρουν το σοβαρό τους, αφήνοντας να εννοηθεί ότι βγήκαν για ένα ποτό να τα πουν με τις φίλες τους, δε ψάχνονται. Γυρνάνε διακριτικά την πλάτη και ξεφυσούν με ανακούφιση που ο χώρος δίπλα τους είναι και πάλι ελεύθερος για νέο κάστινγκ. Κι επιτέλους, η καινούρια διπλανή παρέα περιέχει έναν ωραίο, άλλον έναν ωραίο, έναν μέτριο κι έναν χάλια. Δυστυχώς, με βάση το νόμο των πιθανοτήτων, αποκλείεται να είναι κι οι τέσσερις ωραίοι. Υπάρχει όμως σιωπηλή συμφωνία, αν μία ή και παραπάνω βρουν το «τυχερό» τους, αυτή ή αυτές που μένουν, θα κρατήσουν αγόγγυστα το φανάρι. Και παρέα στον χάλια.
Ο σκοπός επετεύχθη. Μετά απ’ τις συστάσεις, μερικά ποτά κι έξυπνες -ή μη- ατάκες, ο ωραίος παίρνει το κορίτσι και πάνε στην τουαλέτα, στο δρομάκι δίπλα ή στο αυτοκίνητο. Οι υπόλοιποι μένουν με το ποτό στο χέρι κι αναλύουν το καινούριο μνημόνιο, το χαρακτήρα του σκύλου τους και την τελευταία σεζόν του «Game of thrones». Και περιμένουν στωικά.
Το «μετά»: Έχουν σκάσει να μάθουν άμεσα τι έγινε, αλλά η ιεροτελεστία έχει κανόνες. Παίρνουν ταξί να γυρίσουν στη γιάφκα, γιατί εκεί θα κοιμηθούν όλες. Στη διαδρομή ακούγεται μόνο η γκρίνια που ο έτερος ωραίος δε γύρισε να κοιτάξει καμιά απ’ τις υπόλοιπες και τα γέλια με τις ατάκες του «χάλια». Αδειάζουν τον φούρνο της γειτονιάς, αλμυρά και γλυκά εννοείται, πετάνε τα ρούχα τους όπου βρουν, δεν ξεβάφονται κι ας ξέρουν ότι θα ξυπνήσουν σαν τον Alice Cooper και στριμώχνονται στους καναπέδες. Το κορίτσι που έγραψε το Άρλεκιν εκείνο το βράδυ, ξεκινάει την αφήγησή του. Με όλες τις ανατριχιαστικές λεπτομέρειες και τις άχρηστες πληροφορίες, φυσικά.
Το «πολύ μετά». Όλες έχουμε βρεθεί σε μια τέτοια παρέα, κάποια βράδια της ζωής μας. Μπορεί να ήμασταν η «τυχερή», η «χάλια», η «φανοκρατούσα», μπορεί μεγαλώνοντας να κράξαμε τον εαυτό μας που «πώς το κάναμε αυτό», σίγουρα όμως η αναπόληση τέτοιων βραδιών με φίλες προκαλεί πολύ γέλιο κι ίσως μια νοσταλγία για τη μαλακία που μας έδερνε. Οπότε, μην ντρέπεσαι, δεν είσαι η μόνη, γέλα ελεύθερα. Με τον εαυτό σου.