Ο Μαρκήσιος Παπαχώστας άκουσε τις απαιτήσεις σας και επειδή είναι σπουδαίος, θα απαντήσει σ’ αυτές.
Ναι, λοιπόν, ερωτεύτηκε ο Μαρκήσιος.
Και όπως κάνει απόλυτα σωστά οτιδήποτε, έτσι έκανε απόλυτα και αυτό. Δυστυχώς, όμως, το απόλυτα σωστό στον έρωτα, είναι απόλυτα λάθος.
Ο Μαρκήσιος ήταν δεκαοχτώ τότε, ή μάλλον, για να μη μαλακιζόμαστε παίδες, εγώ ήμουν δεκαοχτώ τότε.
Είχα μόλις περάσει ένα τρομερό πρόβλημα υγείας, που με έκανε να μείνω στο νοσοκομείο περίπου ένα μήνα. Για μουσικό, το να χάσει ένα μήνα από την καλοκαιρινή σεζόν, είναι ό,τι χειρότερο.
Είχα, που λέτε, μόλις αρχίσει να συνέρχομαι και έπρεπε να πάω στη Θεσσαλονίκη, για να ξεκινήσω να ψάχνω προσωπικό για τη διεθνή έκθεση –οι γονείς μου είχαν περίπτερο και για κάποιο λόγο θεώρησαν ότι θα ήμουν καλός ως αφεντικό.
Ήρθαν καμιά εφτακοσαριά γκόμενες που έψαχναν δουλειά και ανάμεσα σε αυτές, ήταν και μια Ράνια.
Υπέροχη η Ράνια, πανέμορφη η Ράνια, πανέξυπνη η Ράνια, κοινωνικότατη η Ράνια.
Της ζήτησα, λοιπόν, να βγούμε για ποτό την ίδια μέρα που της πήρα συνέντευξη. Η Ράνια δέχτηκε, βγήκαμε και περάσαμε τέλεια, αμφίδρομα.
Τη τράβηξα και μια φωτογραφία, την οποία ακόμα κουβαλάω μαζί μου, και καταλήξαμε να είμαστε ο ένας σε απόσταση αναπνοής από τον άλλον, για πέντε περίπου λεπτά.
Δεν τη φίλησα.
Τη φοβήθηκα τη Ράνια και κυρίως, φοβήθηκα τις συνέπειες αυτού του φιλιού και έκανα στην άκρη, κάνοντας (αν και δεν είμαι σίγουρος, αλλά το πιστεύω) κάποιο τρομερά ειρωνικό σχόλιο.
Την ξαναείδα ελάχιστες φορές από τότε.
Και ακόμα και πέρυσι, κοντά δέκα χρόνια μετά, απορεί γιατί δε τη φίλησα τότε. Απορώ και ‘γω μαζί της.
Χρόνια μετά, ενώ πίστευα ότι δε θα γνώριζα ποτέ κάτι καλύτερο από τη Ράνια, γνώρισα τη Φιλιώ.
Επίσης έξυπνη, επίσης πανέμορφη –τουλάχιστον στα δικά μου μάτια-, όμως επίσης απρόσιτη.
Όχι γιατί η κοπέλα έκανε κάτι το οποίο με έστειλε στο διάολο, αλλά επειδή εγώ φοβήθηκα το να πλησιάσω περαιτέρω.
Αρκέστηκα στο να της γράψω ένα βιβλίο, που δε διάβασε και ούτε θα διαβάσει, ένα τραγούδι που δεν άκουσε και ούτε θα ακούσει, κας πιστεύω ότι είναι ότι πιο όμορφο και μελωδικό έχω γράψει στη ζωή μου.
Ο έρωτας είναι άτιμο πράγμα. Τον θες, τον κυνηγάς και όταν γυρνάει και σου κάνει «τζα», βλέπεις ότι ουσιαστικά τον φοβάσαι και το βάζεις στα πόδια.
Ό,τι και να πει ο οποιοσδήποτε, όσο και να το κυνηγήσει, στο τέλος παραμένει ένα φοβισμένο μαλακιστήρι κάτω από τη σκάλα, κρυμμένο, περιμένοντας να έρθει ο μεγάλος μάγος να τον βγάλει και να του δείξει ότι υπάρχουν όμορφα πράγματα, αρκεί να τα κυνηγήσει.
Δεν υπάρχει, όμως, μάγος. Δεν υπάρχει οτιδήποτε μαγικό στον αληθινό έρωτα. Είναι άτιμο πράγμα, που πονάει, που καίει, που βράζει.
Σε κάνει να κλαις και να χτυπιέσαι, σε κάνει να ουρλιάζεις στον ουρανό για λύτρωση και όταν, εν τέλει σου τη δώσει, σε κάνει να φοράς μια γαμημένη κουκούλα και να βγεις εκτός του οποιουδήποτε συναισθήματος και να το παίζεις υπεράνω.
Δεν είσαι υπεράνω μικρέ, καραγκιόζη, αναγνώστη μου.
Όπως δεν είναι και ο Μαρκήσιος.
Απλά αυτός, είναι πολύ μαλάκας για να βγάλει την κουκούλα.
Ευελπιστεί εσύ να μην είσαι.