«Μωρό μου; Μ’ ακούς;». Δεν άκουγε, όμως. Για την ακρίβεια δεν είχε ακούσει λέξη τα τελευταία πέντε λεπτά. Τόσα ήταν τα λεπτά που ένα πρόσωπο του παρελθόντος είχε μπει στο μαγαζί, ένα πρόσωπο που είχε να δει χρόνια και που η ύπαρξή του στον ίδιο χώρο έτσουζε.
Γιατί ήταν ένα απωθημένο, ο άνθρωπος που ξέφυγε, αυτός με τον οποίο σχεδίασε ένα μέλλον που ποτέ δεν υλοποιήθηκε, ένα κάστρο στην άμμο. Μία επιλογή που δεν εξερευνήθηκε ποτέ, και ξέρετε τι λένε για τον άνθρωπο; Ότι στη καρδιά της ύπαρξής του κρύβεται το ένστικτο της εξερεύνησης. Κι η ανεξερεύνητη επιλογή είχε επιστρέψει, τεράστια κι ήσυχη αλλά κυρίως παρούσα.
Μήπως ήταν ευκαιρία δοσμένη απ’ το σύμπαν να κάνει ό,τι δεν είχε συμβεί τότε, δηλαδή να την εξερευνήσει; Τα δεδομένα, όμως, σήμερα είναι άλλα από αυτά που ήταν τότε. Τώρα η ζωή μοιράζεται. Δύο σώματα σε ένα στρώμα. Τώρα έχει δεσμευτεί, νομικά ή ηθικά δεν είχε σημασία.
Κι αν μπορούσες εσύ να έδινες τη συνέχεια στην πιο πάνω ιστορία τι θα έκανες; Θα άνοιγες την κουρτίνα Α, που πίσω της κρύβει μία και μόνο νύχτα με το απωθημένο ή μήπως θα διάλεγες την κουρτίνα Β, αυτή που θα σε κρατήσει στον ίσιο δρόμο, τον σωστό; Η κουρτίνα Α είναι ριψοκίνδυνη, ανήθικη, θα έλεγε κανείς, η Β απ’ την άλλη θα σε καίει, ενδεχομένως, μια ζωή, αλλά σε κρατάει σωστό σύντροφο.
Είναι η επανασύνδεση με το απωθημένο, για μία και μόνο νύχτα, τόσο κατακριτέα πράξη όσο και το να απατούσες με κάποιον άγνωστο, με ένα σώμα ξένο; Για κάποιους μπορεί και να θεωρείται κλείσιμο λογαριασμών, ίσως να ‘ναι τέλος, το πολυπόθητο closure. Όχι; Πώς όχι; «Η πράξη της απιστίας είναι κατακριτέα σε κάθε περίπτωση, δεν είμαστε δικαστήριο εδώ προς υπεράσπιση και παράθεση ελαφρυντικών για μετριασμό ποινής. Κι ας είναι απωθημένο. Θα διαλύσεις τα πάντα για ένα “σχεδόν” που δεν μπόρεσε να γίνει κάτι;»
Ο δικηγόρος του διαβόλου, όμως, σου ζητάει τον ορισμό της απιστίας και μέσα του γελά. Οι σκέψεις που κάνεις θεωρούνται απιστία; Κι αν σου έλεγε ο κολλητός σου, η συνάδελφός σου, ακόμα κι ο αδερφός σου ότι φαντασιώνονται έναν άλλο άνθρωπο; Κι αν σου έλεγαν ακόμα πως την ώρα που τα μάτια κλείνουν στον οργασμό κι οι ανάσες γίνονται βαριές, το μυαλό ταξιδεύει στο άγγιγμα κάποιας άλλης ύπαρξης, ενός απωθημένου; Κι αυτό απιστία; «Κυρίως αυτό! Ζεις σε ένα ψέμα.»
Όλα μαύρο-άσπρο, δηλαδή, γκρίζες ή πολύχρωμες ζώνες πουθενά. Τράβα την κουρτίνα Β τότε, αλλά συνέχισε να ζεις στη φαντασία σου, γιατί στην πραγματικότητα είσαι σωστός. Όχι, δε λέω πως ο σκοπός αγιάζει τα μέσα, αυτό που λέω είναι πως τα πράγματα γίνονται λίγο πιο περίπλοκα, όταν δεν τα απορρίψεις με την πρώτη, απόλυτη, ματιά.
«Την κουρτίνα Β να διαλέξεις! Τα απωθημένα σχεδόν πάντα απομυθοποιούνται, αφού την κάνεις τη μαλακία, άρα μην την κάνεις, γιατί θα σου μείνει μόνο το βάρος στη συνείδηση.» Επιχείρημα που δεν εξετάζει καν το ήθος της πράξης, αλλά αποτελεί κι αυτό μια πραγματικότητα. Τα απωθημένα είναι απωθημένα, γιατί έχουμε ανάγκη το ανεκπλήρωτο στη ζωή μας. Αν δεν μπεις στη διαδικασία να σκεφτείς το «τι κι αν;», τι δράμα θα είχε η ζωή, τι πόνο; Τα ανεκπλήρωτα είναι εκεί για να μπορείς να εκτιμήσεις την πληρότητα και να την αγκαλιάσεις, όταν τη συναντήσεις.
Αυτές οι σκέψεις τριγυρνούσαν στο μυαλό όταν, τελικά, απάντησε: «Έλα, μωρό μου, σε ακούω, αλλά να με συγχωρέσεις για δυο λεπτά, έχω να χαιρετίσω έναν γνωστό μου». Κάπως έτσι, με μια χαιρετούρα, δεν έξυσε την πληγή του απωθημένου, το άφησε ως εκεί, γιατί ήταν καλά, ήταν πραγματικά καλά. Γιατί στη ζυγαριά μεταξύ της πληγής που θα δημιουργούσε, αν υπέκυπτε στο ένστικτο του απωθημένου και το πόσο καλά αισθανόταν στη σχέση που είχε ήδη, το απωθημένο δεν μπορούσε να κερδίσει.
Αν μπορούμε να εξαγάγουμε ένα συμπέρασμα ίσως είναι αυτό, ότι δεν έχει πολλή σημασία η απιστία με απωθημένο ή μη απωθημένο, αλλά το ότι αν νιώθεις πλήρης σε μια σχέση, η απιστία από μόνη της δε θα ξεμυτίσει.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη