Πόσες φορές έπιασες τον εαυτό σου να συγκρίνει πρώην και νυν έρωτες και να ξεστομίζεις τη θεϊκή φράση: «Ναι, μα ο Κώστας δεν ήταν για να κάνω οικογένεια μαζί του» ή «Η Χριστίνα ήταν άλλο πράγμα, δεν ήταν από αυτές τις σχέσεις που μπορούν να καταλήξουν σε γάμο και παιδιά». Το ερώτημα που γεννιέται εδώ είναι το γιατί.
Γιατί οι σαρωτικοί έρωτες, αυτές οι σχέσεις που ‘ναι γεμάτες ένταση, πάθος και τρέλα δεν είναι αυτές που θα μπορούσαν να οδηγηθούν σε γάμο; Γιατί όταν πρόκειται να επιλέξουμε συντρόφους για σχέσεις που ενδεχομένως να ‘χουν πιο σοβαρή και μόνιμη κατάληξη, κάτι μέσα μας, βαθιά ασυνείδητο, υποκινεί αυτές τις επιλογές με κριτήρια πολύ διαφορετικά από αυτά που θα εφαρμόζαμε αν στο πίσω μέρος του μυαλού μας δεν υπήρχε η εικόνα του παιδικού δωματίου ή η εικόνα του να ανεβαίνεις τα σκαλιά της εκκλησίας;
Ίσως το πιο παράδοξο είναι ότι η πλειοψηφία των ατόμων ηλικίας 25 με 35 τείνουν να διαχωρίζουν τις σχέσεις τους σε θυελλώδεις έρωτες και σχέσεις με την προοπτική του «για πάντα». Με αφέλεια μικρού παιδιού κι αποσβολωμένο βλέμμα, ρωτάς: «Μα γιατί να μην ταυτίζονται αυτά;». Ίσως επειδή ο σαρωτικός έρωτας έρχεται μία φορά και τελειώνει, είναι αυτός που σ’ αλλάζει, αυτός που σε ισοπεδώνει, που σε κάνει να μην αναγνωρίζεις εσύ ο ίδιος τον εαυτό σου. Κι άμα δεν αναγνωρίζεις εσύ τον εαυτό σου μετά από αυτό, θέλεις χρόνο να τα βρεις με σένα, αυτό είναι προτεραιότητα κι όχι το να γίνεις γονιός ούτε να συμπορευτείς στη ζωή σου με κάποιον άλλο. Ίσως, ακόμη, επειδή οι έρωτες που έχουν τέτοιο πάθος δεν είναι διαχειρίσιμοι. Ίσως το σύννεφο σκόνης που σηκώνουν να σε τυφλώνει και μέχρι να κοπάσει όλη αυτή η σκόνη εκείνοι να τελειώνουν. Είναι σαν τον εσπρέσο, που όσο τον πίνεις σε κρατάει σε ένταση και μετά σε αφήνει απότομα χωρίς ενέργεια.
Οι σχέσεις που στο μυαλό μας έχουμε καταχωρήσει ως πιο «σοβαρές» είναι αυτές που παρέχουν μια σχετική ασφάλεια, σωστά; Αλλιώς πώς θα προχωρήσεις στο επόμενο βήμα με έναν άνθρωπο που δε σε κάνει να νιώθεις σιγουριά ή σε μια σχέση που κάθε μέρα είναι μια νέα απρόβλεπτη περιπέτεια;
Αν δεν μπορείς να χτίσεις μια ρουτίνα, αν δεν έχεις ένα σταθερό άξονα γύρω απ’ τον οποίο να κινείται η σχέση, πώς μπορεί μέσα σε αυτή να δημιουργηθεί ένα ασφαλές περιβάλλον, μέσα στο οποίο να μεγαλώσουν παιδιά; Η περιγραφή αυτή σου φωνάζει τώρα εσένα σαρωτικό έρωτα, πάθος κι ακρότητα; Μάλλον όχι, κι ο λόγος είναι ότι ο έρωτας που σε συνεπαίρνει και σε κάνει να χάνεις το μέτρημα είναι απρόβλεπτος, είναι αυτός που δεν ξέρεις αν αύριο θα ‘ναι εκεί, είναι ατίθασος και σίγουρα δεν είναι ασφαλής.
Προβληματίστηκες. Κάθεσαι και σκέφτεσαι τον δικό σου σαρωτικό έρωτα, τον λησμονείς και το μυαλό, σχεδόν άθελά σου, τρέχει στο επόμενο ερώτημα. Υποψιάζομαι τι σκέφτεσαι. Διερωτάσαι αν ένας θυελλώδης έρωτας μπορεί να μετεξελιχθεί σε μια σχέση με χαρακτηριστικά που να οδηγήσουν σε κάτι πιο σταθερό. Μπορεί μετά από μια τρικυμία, μια θύελλα, να βρήκε κάπου τη χρυσή τομή του, να ισορρόπησε κάπου και να μετεξελίχθηκε. Αυτό δεν είναι απίθανο, είναι όμως σπάνιο.
Πιο σύνηθες είναι να σε ισοπέδωσε και μετά να είδες τον εαυτό σου αλλιώς, να σε άλλαξε και να σε προετοίμασε για έναν επόμενο έρωτα, διαφορετικό. Μην ξεχνάς ότι, όσο είμαστε μικρότεροι ηλικιακά, πιο εύκολα αφήνουμε έρωτες να μπουν μες στο πετσί μας και να γρατζουνίσουν κάθε κόκκαλό μας, να κάψουν κάθε εγκεφαλικό μας κύτταρο. Γιατί όσο μικρότερος, τόσο πιο άβγαλτος, κι όταν είσαι άσπρο πανί οι άμυνες, είναι σχεδόν ανύπαρκτες. Όταν, όμως, ο εγκέφαλος δημιουργήσει προηγούμενο, μουτζουρώθηκες. Κι όταν μουτζουρωθείς, το ένστικτο επιβίωσης σε κάνει πιο επιφυλακτικό, λιγότερο αυθόρμητο, άρα και λιγότερο αφελή στις επιλογές σου.
Σε παρακινεί, ίσως κι υποσυνείδητα, να ψάχνεις κάτι λιγότερο αυτοκαταστροφικό, να ψάχνεις για τον άνθρωπο που θα περπατά δίπλα σου κι όχι απέναντί σου, κάποιον που δε θα σε αναγκάζει να αμφισβητείς κάθε κομμάτι του εαυτού σου.
Ίσως, τελικά, οι δύο αυτές κατηγορίες, δηλαδή οι σαρωτικοί έρωτες κι η αγάπη που ‘χει χαρακτηριστικά που μπορούν να οδηγήσουν στη δημιουργία μιας οικογένειας, να μην αλληλοεξοντώνονται, αλλά να λειτουργούν ως συγκοινωνούντα δοχεία. Για να γεμίσει το ένα θα πρέπει να έχει γεμίσει και το άλλο, χωρίς την ύπαρξη του ενός δε θα μπορέσεις να οδηγηθείς στο άλλο.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη