Είναι καιρός να επαναπροσδιορίσουμε τι σημαίνει γενναιότητα. Το πόσο γενναίος είσαι δεν έχει να κάνει με το αν έχεις συμμετάσχει σε συρράξεις ή αν έχεις κοντραριστεί με τον νόμο. Δεν έχει επίσης να κάνει με το πόσο νταής θες να το παίξεις στους φίλους, στους συναδέλφους ή στην οικογένειά σου. Η γενναιότητα μετριέται κι έχει να κάνει με το πόσο επιτρέπεις στον εαυτό σου να φανεί ευάλωτος. Η προθυμία σου λοιπόν να αφεθείς στην τρωτότητά σου είναι άμεσα συνυφασμένη με το πόσο θαρραλέος είσαι. Όσο περισσότερο δεν προσπαθείς να κρύψεις τα τρωτά σου σημεία αλλά και όσο αφήνεις τους άλλους να δουν την ευαλωτότητά σου, τόσο μεγαλύτερο το θάρρος σου.
Ο Ρούσβελτ είχε πει πως δε μετρά η γνώμη αυτού που κρίνει ούτε αυτού που τονίζει τα λάθη των άλλων και πως θα μπορούσε ο ίδιος να είχε χειριστεί τα πράγματα καλύτερα. Η πραγματική ουσία κρύβεται στον άνθρωπο που βρίσκεται εντός της αρένας, αυτόν που εξακολουθεί να προσπαθεί ακόμα κι αν αποτυγχάνει ξανά και ξανά. Το τρωτό σημείο του καθενός είναι διαφορετικό αλλά ίσως το σημαντικότερο που πρέπει να κατανοήσουμε είναι πως τα τρωτά σημεία μπορεί να καμουφλάρονται πίσω από τις πιο απλές πράξεις ή έστω αυτές που μοιάζουν απλές. Τρωτότητα είναι ανάμεσα σε άλλα το να πεις πρώτος «σ’ αγαπώ» ή να κάνεις σχέδια για το μέλλον με τον σύντροφό σου που παλεύει με ανίατη νόσο. Είναι ακόμη το πρώτο ραντεβού που θα κάνεις μετά το διαζύγιό σου, η προσπάθειά σου να μείνεις έγκυος μετά την αποβολή ή το να ανακοινώσεις στους βαθιά θρησκευόμενους γονείς σου ότι είσαι ομοφυλόφιλος. Το να εκθέσεις τον εαυτό σου, το να τον αφήσεις να σταθεί χωρίς να κρύβεται, ευάλωτος και φοβισμένος δεν έχει να κάνει με το αν έχεις κερδίσει ή αν έχεις αποτύχει αλλά με την προθυμία σου να μπεις σε μια κατάσταση της οποίας δεν μπορείς να ελέγξεις το αποτέλεσμα. Είναι το πέσιμο δίχως δίχτυ, η ελεύθερη πτώση σε ένα κενό που ίσως κρύβει στο τέρμα του ένα τραμπολίνο με μαξιλάρια ή ένα τίποτα.
Πόσο διατεθειμένος είσαι να πέσεις λοιπόν μη ξέροντας τι έπεται; Κάπως έτσι ζούμε, πίσω από την ασφάλεια της γνώσης του αποτελέσματος. Κανένα ρίσκο, καμία διάθεση αποτυχίας, η οποία εντωμεταξύ φαντάζει να είναι το τέρας μες τη ντουλάπα μας. Κι όταν λέμε αποτυχία εννοούμε οποιοδήποτε αποτέλεσμα δεν είναι ιδανικό για εμάς, όπως το να πεις πρώτος «σ’ αγαπώ» και η απάντηση να είναι «Ευχαριστώ, αλλά νομίζω καλύτερα να το αφήσουμε εδώ» ενώ το ιδανικό για τον καθένα θα ήταν «Κι εγώ σ’ αγαπώ». Ο φόβος της αποτυχίας ή της απόρριψης μας εμποδίζει να συμφιλιωθούμε με το ευάλωτο κομμάτι του εαυτού μας ενώ δε μας επιτρέπει να ανοιχτούμε και να δείξουμε ευάλωτοι στους ανθρώπους που έχουν πραγματική σημασία για εμάς. Κι αυτό είναι σχήμα οξύμωρο γιατί αν δεν αφήσουμε τους ανθρώπους που αγαπάμε να μας δουν πραγματικά, να δουν ποιοι είμαστε στον πυρήνα μας, τότε πώς θα αγαπηθούμε; Η άμυνα που μας προστατεύει από την απόρριψη και άρα δε μας επιτρέπει να είμαστε ευάλωτοι είναι η ίδια που δε μας αφήνει να αγαπηθούμε φουλ ακριβώς γιατί δε δείχνουμε τον τρωτό εαυτό μας. Φαύλος κύκλος κι εμείς κάνουμε γύρους σαν τα χάμστερ στον τροχό.
Φοβόμαστε να δούμε τους εαυτούς μας και κατ’ επέκταση να δούμε και τους άλλους. Προσπαθούμε να αγαπηθούμε αλλά κρυβόμαστε πίσω από καμβάδες που έχουν ζωγραφισμένες πάνω τους γυαλιστερές, ατσαλάκωτες αμφιέσεις που τις περισσότερες φορές δε μας εκφράζουν αλλά εντούτοις τις προβάλουμε. Παρ’ όλα αυτά έχουμε απαίτηση να αγαπηθούμε όπως έχουμε ανάγκη, έχουμε απαίτηση οι άλλοι να δεχτούν την αγάπη που τους προσφέρουμε ακόμη κι αν δεν τους ταιριάζει, απλώς επειδή θεωρούμε πως αυτός είναι ο σωστός τρόπος να αγαπάς. Παίζουμε στο μυαλό μας μια ρητορική η οποία δεν έχει δόση πραγματικότητας αλλά είναι αυτό που νομίζουμε ότι οι άλλοι νομίζουν για εμάς και τον τρόπο που αγαπάμε.
Ο μόνος τρόπος να σε δω και να με δεις είναι αν κάνω βήμα προς εσένα χωρίς να ξέρω αν κι εσύ κάνεις βήμα προς εμένα κι αντίστροφα. Σε αυτό το σύντομο χρόνο, σε αυτόν τον τοσοδούλικο χώρο κρύβεται ο πιο λαμπρός μας εαυτός που είναι κι ο πιο ευάλωτος.
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.