Είσαι εκεί, στέκεσαι στο τέλος του δρόμου που ανοίγει σε δύο καινούργιους, έναν στα αριστερά κι έναν στα δεξιά. Ξέρεις πως καθένας από αυτούς τους δρόμους θα σε οδηγήσει σε κάτι πολύ διαφορετικό και μόλις επιλέξεις έναν από αυτούς η απόφασή σου είναι τελεσίδικη, δεν έχει γυρισμό. Τι κάνεις; Πώς ξεκινάς να επεξεργάζεσαι τα δεδομένα των δύο αυτών επιλογών;
Η συνηθέστερη συμβουλή που μάλλον θα πάρεις σε τέτοιους είδους διλήμματα είναι να ακούσεις το ένστικτό σου, πως η διαίσθησή σου ξέρει. Μα η δική μου αντίδραση σε τέτοιους είδους συμβουλές ήταν ανέκαθεν κάπως δύσπιστη. Αν εγώ δεν ξέρω, πώς ξέρει η διαίσθησή μου; Κι αν η διαίσθηση είναι μια φωνούλα που ουρλιάζει μέσα μου, αλλά εγώ φοράω ωτοασπίδες, πώς θα συνεννοηθούμε; Μήπως, τελικά, η εν λόγω συμβουλή να ‘ναι απλά μια γενικότητα που πετάμε γιατί δεν ξέρουμε πώς αλλιώς να βοηθήσουμε κάποιον, ελπίζοντας πως στο μυαλό του θα κάνει ένα κλικ;
Η διαίσθηση είναι μια άμεση και γρήγορη γνώση, μια βαθιά αίσθηση σιγουριάς πως αυτό είναι το σωστό, άρα προχωράμε με αυτό. Είναι αποτέλεσμα επεξεργασίας απ’ το δεξί ημισφαίριο του εγκεφάλου το οποίο εργάζεται κάπως περιθωριακά, βασιζόμενο σε μια πιο ολιστική και συναισθηματική προσέγγιση απ’ την οποία απουσιάζει η υπερανάλυση. Το δεξί ημισφαίριο βασίζεται στο ασυνείδητο, στο οποίο αποθηκεύονται αναμνήσεις και συναισθηματικές εμπειρίες τις οποίες δεν αντιλαμβανόμαστε πώς καταγράφηκαν κι η αποτύπωσή τους δεν έγινε συνειδητά από εμάς. Θα μπορούσαμε να πούμε πως το δεξί μας ημισφαίριο είναι σαν μια βιβλιοθήκη πληροφοριών στην οποία γίνονται καταγραφές χωρίς όριο, χωρίς να το γνωρίζουμε, όταν όμως τις χρειαστούμε είναι εκεί προσβάσιμες.
Σύμφωνα με τον ψυχολόγο Gerd Gigerenzer, η διαίσθηση συνίσταται λιγότερο στο να γνωρίζεις αυτόματα τη σωστή απάντηση και περισσότερο στο να αντιλαμβάνεσαι ενστικτωδώς ποια πληροφορία είναι ασήμαντη ώστε να την αγνοήσεις. Ως μυαλό υπεραναλυτικό, όμως, (είμαι, βλέπετε, του αριστερού ημισφαιρίου!), δυσκολεύομαι να ξεπεράσω το εξής: Αν η διαίσθηση βασίζεται σε μια πιο συναισθηματική προσέγγιση κι αν βασίζεται σε καταγραφές που έγιναν ασυνείδητα, αυτό δε θα μπορούσε να σημαίνει ότι επηρεάζεται από συναισθήματα φόβου κι ανασφάλειας, τα οποία καταγράφηκαν κατά τη διάρκεια εμπειριών μας;
Αν πραγματικά φοβόμαστε κάτι, δεν είναι αναμενόμενο ότι το ένστικτό μας θα μας κατευθύνει, ασυνείδητα, μακριά από κάτι το οποίο ενδεχομένως μας τρομάζει; Η προστασία του εαυτού μας απ’ τον πόνο και τα αρνητικά συναισθήματα είναι βαθιά συνδεδεμένη, ενστικτωδώς, με την επιβίωση. Επιπλέον, εφόσον το δεξί μας ημισφαίριο είναι σαν μια βιβλιοθήκη πληροφοριών, πώς ακριβώς ανακαλούμε το απομνημονευμένο υλικό που υπάρχει διαθέσιμο; Φαίνεται πως η διάθεση παίζει σημαντικό ρόλο στην ανάκληση, με τρόπο ώστε όταν έχουμε κέφια ανακαλούμε, ασυνείδητα, διαφορετικό απομνημονευμένο υλικό από αυτό που θα ανακαλούσαμε όταν είμαστε θλιμμένοι. Συνεπώς, όταν είμαστε ευδιάθετοι μπορεί, ενστικτωδώς, να ‘μαστε υπεραισιόδοξοι για την επικείμενη απόφασή μας, ενώ όταν έχουμε τις μαύρες μας να ‘μαστε επιφυλακτικοί κι ενδεχομένως πιο ικανοί να δούμε την επερχόμενη καταστροφή.
Μπορεί η διαίσθησή μας να ‘ναι γρήγορη, αλλά αυτό την κάνει συνάμα κι ολίγον τσαπατσούλα, δηλαδή ικανή να συμπληρώσει αυθαίρετα κάποιες πληροφορίες για να ωραιοποιήσει καταστάσεις. Η κοινωνία, οι γονείς και το εκπαιδευτικό σύστημα δε μαθαίνουν στα παιδιά να δομούν τις σκέψεις τους κι η δυνατότητα κριτικής και συναισθηματικής ανάλυσης δε δουλεύεται όσο θα ‘πρεπε. Εντούτοις, στην ενήλικη ζωή όλοι περιμένουν από εμάς να μπορούμε να αφουγκραζόμαστε τη διαίσθησή μας, σχήμα οξύμωρο θα έλεγα.
Η διαίσθηση από μόνη της, στην απουσία κριτικής σκέψης κι ενσυναίσθησης, όχι μόνο δεν μπορεί να ‘ναι αλάνθαστη, αλλά είναι πιθανόν να ‘ναι και παραπλανητική. Όσοι, λοιπόν, πετάνε ξερά τη φράση: «Εμπιστεύσου το ένστικτό σου!», λες κι είναι το μάννα εξ ουρανού, δε φαίνεται να ‘χουν αναπτύξει τη δυνατότητα λογικής επεξεργασίας, στην οποία θα μπορούσαν να στηρίξουν την απόφασή τους κι η οποία, εν τέλει, ίσως βοηθά τη διαίσθηση να ακούγεται περισσότερο.
Ο Albert Einstein είπε πως «το διαισθητικό μυαλό είναι ένα ιερό δώρο και το αναλυτικό, ορθολογικό μυαλό είναι ένας πιστός υπηρέτης. Δημιουργήσαμε μια κοινωνία που τιμά τον υπηρέτη, αλλά έχει ξεχάσει το δώρο». Γιατί, όμως, αντιμετωπίζουμε αυτά τα δύο ως αντίθετους πόλους που ο ένας απωθεί τον άλλο; Τι θα συνέβαινε αν οι αποφάσεις που παίρνουμε στη ζωή μας ακροβατούν σε μια λεπτή ισορροπία μεταξύ διαίσθησης και λογικής, σε ένα χώρο όπου η μία δεν αποκλείει την άλλη;
Θα μπορούσαμε, άραγε, να δουλέψουμε τόσο πολύ ώστε να ακούμε τη διαίσθησή μας περισσότερο, θα μπορούσαμε να τη δυναμώσουμε τόσο πολύ ώστε να μη χρειάζεται να αντικρούεται στη λογική αλλά η λογική μας, όπως εμείς την εκλαμβάνουμε, να ‘ναι προϊόν και της διαίσθησής μας;
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη