Αν βρεθείς σε μια παρέα και το θέμα συζήτησης είναι οι περιπτώσεις που κάποιος κρατά στο περίμενε ένα πρόσωπο ενδιαφέροντος, που τον έχει μια στη ζέστη μια στο κρύο, που όποτε πάει να φύγει τον τραβά πίσω αλλά μετά παύει να το διεκδικεί κι αποσύρεται πάλι, τι θα ‘λεγες; Ποιο επιχείρημα θα προέβαλες προς υπεράσπιση της θέσης σου, της όποιας θέσης σου;
Καταρχάς το ‘χεις ζήσει αυτό; Έχεις δεχτεί μια τέτοια ψυχρολουσία ή μήπως την έχεις προκαλέσει; «Άθελά μου;». Άσ’ τα αυτά, δεν έχει τίποτα μη ηθελημένο στο να κρατάς κάποιον στο περιθώριο της ζωής σου, υπάρχει μόνο συνειδητή πράξη. Θέλω και κρατώ κάποιον στο περιθώριο και δεν αναφέρομαι σε σχέσεις της μιας βραδιάς, μιλώ για ανθρώπους που μοιράστηκαν κομμάτι της ζωής τους. Ξέρω ότι δεν τον ικανοποιώ αλλά επειδή η ζημιά αυτή δε φαίνεται, δεν είναι μετρήσιμη, όχι σαν το χωρισμό, ας πούμε, που βλέπεις τον άλλο να κλαίει και να γίνεται κομμάτια, συνεχίζω να κρατώ ένα άνθρωπο σε μια θέση που ναι μεν συνυπέγραψε για να μπει, είμαι σε θέση ισχύος και τη διατηρώ δε. Θα μου πεις τώρα, ότι θα ‘πρεπε πρωτίστως, ο άνθρωπος αυτός να έχει επίγνωση για το ποια θέση του αξίζει άρα έχει κι αυτός ευθύνη. Αν θες να το μιλήσουμε με νομικούς όρους- τρόπο τινά- και να σου βρω παραθυράκια, μπορώ. Αν από την άλλη θες να πούμε αλήθεια, ας κάνουμε τη συζήτηση αυτή καθαρά και ξάστερα, γιατί εγώ με τον εαυτό μου δε θα την κάνω όπως ούτε εσύ με σένα.
Επανέρχομαι λοιπόν, το έχεις ζήσει; Να θέλεις, να ποθείς, να κάθεσαι στην άκρη της καρέκλας σου και να πετάγεσαι όταν σου δώσουν σήμα, όταν δοθεί «άδεια» να μπεις κάπου στο πρόγραμμα του άλλου. Να είσαι το άτομο που λαμβάνει μερικά μεθυσμένα μηνύματα αλλά το πρωί η συζήτηση να είναι λες και γίνεται με εντελώς διαφορετικό άτομο. Να ορκίζεσαι στον εαυτό σου ότι «Αυτό ήταν! Πάω παρακάτω.» αλλά μετά να σου εκφράζει πόσο σημαντικός άνθρωπος είσαι, πόσο νοιάζεται, πόσο, πόσο κι εσένα να αναπτερώνεται το ηθικό σου, να θεωρείς ότι επιτέλους κάποια επιφοίτηση συνέβη, αλλά τελικά; Τίποτα. Έχεις βιώσει το συναίσθημα να μοιράζεστε τα σώματά σας, αλλά μετά την κορύφωση να σου έρχεται μια δήλωση τύπου «Δε θέλω να πάρεις λάθος μηνύματα, είναι όλα πολύ συγχυσμένα στο μυαλό μου, δεν ξέρω τι θέλω». Πριν από λίγη ώρα όμως, στο ίδιο κρεβάτι, ήξερες;
Καλά τα περιγράφω; Τόσο καλά που θα πίστευε κανείς ότι είναι βιωματικά. Είναι ναι, αλλά δεν ήμουν στη θέση του δέκτη, αλλά του πομπού κι υπήρχε πλήρης συναίσθηση του τι γινόταν. Όσο λοιπόν και να θέλουμε να μας χρυσώσουμε το χάπι, υπάρχει ένας χώρος μέσα μας, έστω και μικρός που αντιλαμβάνεται ότι βάζει φιτίλι για να κρατήσει μια φλόγα αναμμένη, η οποία όμως καίει τον άλλο. Ίσως το σημαντικότερο πράγμα όμως που πρέπει ένας πομπός να καταλάβει είναι το εξής. Αν όντως βρίσκεσαι σε μια θέση σύγχυσης και δεν ξέρεις τι θέλεις, αν έχεις ανάγκη να εξερευνήσεις λίγο τον εαυτό σου αλλά δε θέλεις να χάσεις ένα πολύ σημαντικό άνθρωπο για σένα, τότε ρισκάρεις να αλλοιώσεις τον άνθρωπο αυτό τόσο πολύ, που όταν αποφασίσεις ότι τον θέλεις κι είσαι έτοιμος να τον διεκδικήσεις με τα χίλια, να μην είναι ο ίδιος άνθρωπος που εσύ ήξερες.
Αυτό που δεν αντιλαμβάνεσαι, ενόσω είσαι μέσα στην κατάσταση είναι ότι αυτή η on and off φάση λειτουργεί τόσο σε σένα όσο και στην ψυχολογία του ανθρώπου που έχεις απέναντί σου ως διαβρωτικό κι αν τελικά καταλήξετε μαζί, θα έχεις να αντιμετωπίσεις μια τεράστια τρύπα ανασφάλειας, ή εν αντιθέσει υπεροψίας που θα έχει προκύψει από τη θολότητα των επαφών σας γενικότερα. Συνεπώς το δίλημμα εδώ δεν είναι τόσο ηθικό, όσο απόλυτα πραγματικό. Όχι μόνο θα είναι εκεί, στο στο μελλοντικό χρόνο που θα το συναντήσεις, αλλά ίσως να μην είναι καν διαχειρίσιμο.
Βλέπεις το πρόβλημα είναι ότι η αγάπη του άλλου γίνεται μέσο χειραγώγησης, άρα πώς να παραμείνει αγνή μετά; Στις περίπου καταστάσεις ο καθένας αναλαμβάνει την ευθύνη του. Η μια πλευρά γιατί στωικά περιμένει το θαύμα και την τεράστια αλλαγή, ζώντας στην άρνησή του, η δε γιατί θεωρεί πως οι ισορροπίες έχουν βρεθεί, ενώ στην πραγματικότητα, η κοινή γραμμή απέχει χιλιόμετρα. Επανέρχομαι, έχω να κάνω ένα τηλεφώνημα.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου