Σου λέω «Μινιμαλισμός», τι είναι το πρώτο πράγμα που σου έρχεται στο μυαλό; Μου λες πως πρόκειται για ξενόφερτες ιδεολογίες που απαιτούν το άτομο να μην έχει υπάρχοντα όπως σπίτι, αυτοκίνητο κτλ, να ζει σχεδόν νομαδικά σε κάποιο εξωτικό νησί. Όχι, ακριβώς. Παρ’όλο που η έννοια του μινιμαλισμού έχει ταυτιστεί σε ένα μεγάλο βαθμό με μια σύγχρονη τάση στη διακόσμηση και το design, δεν πρόκειται απλά για μια τάση αλλά μια βαθύτερη φιλοσοφία ζωής.

Σε μια κατακλυσμένη από καταναλωτισμό κοινωνία, ο μινιμαλισμός προσφέρει ένα εργαλείο για να νιώσει κανείς πιο ελεύθερος, να ελαφρυνθεί λίγο απ’όσα το βαραίνουν, ξεκινώντας από όλα τα περιττά και την αταξία του χώρου. Υπάρχει μια σχολή σύγχρονης αρχιτεκτονικής που μελετά την ανθρώπινη συμπεριφορά και πώς αυτή επηρεάζει περιβαλλοντικά κι αρχιτεκτονικά το σχεδιασμό των πόλεων ξεκινώντας από το σχεδιασμό των κτηρίων. Η εν λόγω φιλοσοφία λέει πως ό,τι βρίσκεται μέσα μας, δίνει μορφή στο έξω μας κι αντίστροφα (ontological design). Αυτή η αλληλεπίδραση είναι σχεδόν μαγική αν αντιληφθεί κανείς πόσο επηρεάζει και πόσο επηρεάζεται από το φυσικό χώρο γύρω μας.

Αν βγούμε λίγο έξω από τον εαυτό μας και τη γειτονιά μας κι αν εξετάσουμε αυτή την αλληλεπίδραση εφαρμόζοντάς τη σε μεγάλη κλίμακα θα δούμε πως διαφορετικοί λαοί που προέρχονται από διαφορετική κουλτούρα, θρησκεία, ήθη κι έθιμα δημιουργούν πόλεις διαφορετικές από τις δικές μας και ζουν τη ζωή τους με διαφορετική φιλοσοφία από τη δική μας κι αυτό γιατί το μέσα τους, όντας διαφορετικό, δημιούργησε δομές και φυσικούς χώρους διαφορετικούς από άλλους λαούς.

Ίσως η πιο διακριτή διαφορά είναι ανάμεσα στο δυτικό κι ανατολικό κόσμο. Αν μελετήσει κανείς τη συμπεριφορά των Ιαπώνων και τη σχέση τους με τα υλικά αγαθά αλλά και με τη γενικότερη δομή των σπιτιών τους θα βρει τεράστιες διαφορές με ας πούμε, τον αμερικανικό τρόπο ζωής, δεδομένου ότι το γνωστό σε όλους «American dream» συνδέεται με την αγορά μεγάλου σπιτιού, ωραίου αυτοκινήτου και μιας γενικότερης «άνετης» ζωής. Οκ, το παράδειγμα αυτό δεν μπορεί εξ’ορισμού να είναι απόλυτο, με την έννοια του ότι σίγουρα υπάρχουν Ιάπωνες που ζουν με περισσότερα κι Αμερικάνοι με λιγότερα. Ωστόσο η ουσία παραμένει πως η διαφορετική κουλτούρα καλλιεργεί διαφορετική προσέγγιση όσον αφορά το χώρο αλλά και το τι χρειαζόμαστε για να είμαστε ευτυχισμένοι.

Ο μινιμαλισμός ίσως ήρθε σαν απάντηση στο κλασσικό “American dream”, σαν μια διαφορετική προσέγγιση σε ένα παλαιωμένο σύστημα αρχών που ανέκαθεν συνέδεε την ευτυχία με υλικά αγαθά. Ο μινιμαλισμός δείχνει ένα άλλο δρόμο, λιγότερο περπατημένο μα σαφώς πιο ανακουφιστικό, μια πεποίθηση ότι less is more. Αν στη ζωή σου κρατάς μόνο αυτά που πραγματικά χρειάζεσαι, αν πετάς ό,τι σου περισσεύει τότε ζεις πιο ανάλαφρα. Ο αγχώδης και ξέφρενος ρυθμός της ζωής μας, ήδη επιβάλλει ένα υπεραναλυτικό τρόπο σκέψης, ο οποίος επιβαρύνεται με ένα ακόμα πιο περίπλοκο και βαρυφορτωμένο φυσικό περιβάλλον. Τι κι αν αυτό το περιβάλλον γινόταν πιο απλό, πιο ουσιαστικό και πιο συγυρισμένο; Αν όντως είμαστε το άθροισμα και του φυσικού χώρου μέσα στο οποίο ζούμε, δεν θα βοηθούσε αυτό στο να απλουστεύσουμε, έστω και λίγο τους λαβύρινθους του μυαλού μας;

Ο Frank Stella, Αμερικανός ζωγράφος και γλύπτης, ήταν από τους πρώτους που εισήγαγε το μινιμαλισμό στην τέχνη. Διάσημα έργα του αποτελούνται από πίνακες ζωγραφισμένους με μαύρη μπογιά όπου σε κάποια σημεία η μαύρη μπογιά διακόπτεται από άσπρες γραμμές αμπογιάτιστου καμβά. Αν ψάχνεις να βρεις κάποια βαθυστόχαστη έννοια μέσα από αυτά ίσως δεν υπάρχει, ίσως το ίδιο το σχέδιο να είναι κι η  έννοια, ότι δε χρειάζονται περίπλοκα σχήματα κι εικόνες για να μπορέσει κανείς να εκφράσει συναίσθημα. Ότι το όμορφο μπορεί να είναι τόσο απλό και ξεκάθαρο όπως το βλέπεις.

Μήπως τα πράγματα είναι πιο απλά απ’όσο θέλουμε να πιστεύουμε; Μήπως χρειαζόμαστε την περιπλοκότητα ώστε να χωνόμαστε λίγο πίσω από τις έννοιες, τις λέξεις και τα σχήματα της ζωής μας; Μήπως ο μινιμαλισμός, ενώ μας αρέσει ως εικόνα μέσα στο χώρο γιατί ταιριάζει στην αισθητική μας, να αποκαλύπτει εν τέλει πως η αισθητική μας είναι κενή γιατί δεν αντικατοπτρίζεται στο μέσα μας;

 

Συντάκτης: Εύη Πηλαβάκη
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου