Χάσαμε τον παππού. «Πέθανε ο παππούς;». Όχι, κυριολεκτικά τον χάσαμε. Σηκώθηκε ξημερώματα, ξεκλείδωσε την πόρτα και βγήκε έξω με πιτζάμες. Για λίγο, για πολύ δεν έχει σημασία, σημασία έχει ότι πέρασαν ώρες, μα τον βρήκαμε. Τι να σκέφτηκε άραγε; Μήπως ήθελε αέρα, μήπως έψαχνε κάτι, μήπως εφιάλτης τον ανάγκασε να φύγει; Κανείς δεν ξέρει.
Η αλήθεια είναι ότι τον παππού τον «χάσαμε» εδώ και καιρό. Γεροντική άνοια μας είπε ο γιατρός όταν ξαφνικά η σπιρτάδα στο μάτι χάθηκε και τα πράγματα δε θα ήταν ποτέ ξανά τα ίδια. Οι νευρώνες αυτού του υπέροχου εγκεφάλου που κάποτε μάλλον έμοιαζαν με φωτεινές κουκκίδες, κάτι σαν νυχτερινή αεροφωτογραφία της πόλης, τώρα έσβησαν, σκοτάδι. Οι ίδιοι νευρώνες που κάποτε ερεθίζονταν από βομβαρδισμό πληροφοριών, τώρα δεν μπορούν να δημιουργήσουν πλέον συνάψεις, οι πληροφορίες δε φτάνουν στον προορισμό τους, κουράστηκαν κι αυτές απ΄το φορτίο, έγιναν αδρανείς κι απλώς περιπλανώνται.
Ο παππούς είναι εκεί, αλλά δεν «είναι» εκεί. Εκεί βρίσκεται ένα σώμα που πασχίζει να ξεχειλώσει τις μέρες του, αλλά η κούραση το προδίδει. Εκεί δεν είναι πλέον ο παππούς που ξεκινούσε πάντα τα κυριακάτικα γεύματα με τη φράση: «Σας είπα την ιστορία τότε που… ». Ιστορίες αμέτρητες, από τα χρόνια που δούλευε στο Σουέζ, απ’ όλα τα ευτράπελα που συναντούσε σε κάθε τόπο που τον οδηγούσε το φορτηγό του, ιστορίες αγάπης -ιδίως της μεγαλύτερής του αγάπης, της γιαγιάς και πόσο στενά την πολιόρκησε. Αλλά όλες οι ιστορίες, είτε χαρούμενες είτε στενάχωρες έκρυβαν πάντα χαμόγελο και τελείωναν με μια συνειδητοποίηση «Καλά να’ μαστε, σαν την υγεία δεν έχει». Εκεί δεν είναι πλέον ο παππούς, που με την μπάσα του φωνή τραγουδούσε Καζαντζίδη κι έδινε μουσική υπόκρουση στις μαζώξεις μας. Ο παππούς που περιπλανήθηκε πολύ, αλλά πάντα επέστρεφε στη βάση του, στην οικογένειά του, τώρα χάνει το δρόμο του κυριολεκτικά. Και μερικές φορές τον χάνω κι εγώ μαζί του.
Γιατί οι παππούδες αυτό κάνουν. Χαράζουν πορεία, δίνουν κατεύθυνση, στέκονται φάροι ακλόνητοι φωτίζοντας τις ζωές των εγγονών τους, με ένα πολύ διαφορετικό τρόπο απ’ ότι φώτισαν τις ζωές των παιδιών τους. Έχουν μάθει από τα λάθη που έκαναν στο μεγάλωμα των παιδιών τους κι έχουν πλέον μαλακώσει. Λατρεύουν να καλομαθαίνουν τα εγγόνια τους και να γίνονται πάντα (μα πάντα) σύμμαχοι τους σε όποιο σχέδιο σκαρφιστούν ή όποια σκανδαλιά θέλουν να πετύχουν. Μερικοί έχουν να πουν για το υπερβολικό δέσιμο που οι Έλληνες, αλλά κι άλλοι μεσογειακοί λαοί έχουν με τους παππούδες κι ότι αυτό μπορεί να οδηγήσει σε μια προσκόλληση σε αντιλήψεις πεπαλαιωμένες, αλλά το δέσιμο με τους παππούδες και τις γιαγιάδες είναι δέσιμο καθοριστικό για το ποιοι είμαστε, είναι ένα κομμάτι της ιστορίας μας, βρίσκεται στο DNA μας και δε θα το αλλάζαμε με τίποτα στον κόσμο.
Χάσαμε τον παππού και χάσαμε τις ανάσες μας, τα πατήματά μας, γιατί φανταστήκαμε μια ζωή χωρίς αυτόν, μια άδεια καρέκλα στην κορυφή του τραπεζιού. Κομμένη η ανάσα. Θα’ λεγε κανείς πως θα είχαμε συνηθίσει μέχρι τώρα την ιδέα της απουσίας, εφόσον είναι πνευματικά απών, μα δε συνηθίζεται. Η αλήθεια όμως είναι ότι όσο «απών» κι αν είναι, θα είναι πάντα παρών. Θα είναι εκεί κάθε φορά που αναπαράγουμε τις ιστορίες του, κάθε φορά που σιγοτραγουδούμε Καζαντζίδη στο τραπέζι, σε κάθε αισιόδοξο νόημα, θα είναι παρόν μέσα μας και στο πώς ζούμε τη ζωή μας.
Γιατί ο παππούς, κι ο κάθε δικός μας παππούς, είναι τρόπος διαμόρφωσης χαρακτήρα, είναι σημείο αναφοράς στο πόσο αισιόδοξα βλέπουμε τη ζωή μας. Μας έμαθε χαμόγελο, στα καλά και στα κακά, να πιστεύουμε ότι τα πάντα μπορούν να ξεπεραστούν με καλοσύνη και βοήθεια στους ανθρώπους δίπλα μας κι ότι το μάζεμα της οικογένειας στο τραπέζι είναι ψυχοθεραπεία. Η μεγαλύτερη παρακαταθήκη δεν είναι το πόση κληρονομιά στοιβάχτηκε σε ένα κρύο τραπεζικό λογαριασμό, αλλά το κομμάτι τους που βρίσκεται σκαλισμένο πάνω μας. Αυτό είναι παρακαταθήκη κι ας μην είναι «παρόντες» να το καταλάβουν.
Αφιερωμένο στον παππού, που έδωσε ηχόχρωμα στην ύπαρξή μας.
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.