Όλοι τις έχουμε δοκιμάσει, όλοι τις έχουμε γευτεί. Άλλες πιο μεγάλες κι άλλες πιο μικρές. Ο λόγος για τις χυλόπιτες! Ποιος δεν έχει κάνει απόπειρα να εκφράσει τα εσώψυχά του, αλλά το άτομο στην αντίπερα όχθη να μη συμμερίζεται τα ίδια συναισθήματα; Σχεδόν κανείς! Παρ’ όλα αυτά, υπάρχει θετική πλευρά ακόμη και στο να φας χυλόπιτα, γιατί η χυλόπιτα μας δίνει περισσότερες πληροφορίες απ’ αυτές που επιφανειακά βλέπουμε ή είμαστε δεκτικοί ν’ αντιληφθούμε.

Δε μιλάμε για το είδος της απόρριψης που εισπράττεις μετά από μια αποτυχημένη προσέγγιση στο μπαρ ή για το φλερτ που δεν είχε την ανταπόκριση που λαχταρούσες, γιατί αυτές οι χυλόπιτες συγκαταλέγονται στην κατηγορία του «τι είχαμε, τι χάσαμε». Μιλάμε για τις χυλόπιτες που τσούζουν, λες και σου τράβηξαν απότομα το τσιρότο από ανοιχτή πληγή, γι’ αυτές που ενώ έχεις ξεπεράσει τον εαυτό σου και έχεις βάλει στην άκρη κάθε ίχνος αξιοπρέπειας και εγωισμού, ανοίγεις την ψυχή σου απλώς για να καταλάβεις ότι όλη αυτή η παλίρροια συναισθημάτων βιώνεται μονόπλευρα και η ρομαντική εικόνα που κατασκεύασες για το πώς θα μπορούσε να είναι το κοινό σας  μέλλον, είναι μόνο στο δικό σου μυαλό.

Ω ναι! Γι’ αυτές τις χυλοπίτες μιλάμε, γι’ αυτές που σε στραγγίζουν συναισθηματικά και σε αναγκάζουν να πεις «ποτέ ξανά!». Όμως όσο κι αν αυτές οι εμπειρίες πονάνε μπορείς να αξιοποιήσεις το αποτέλεσμά τους για να δεις, αφενός τι δεν υπολόγισες σωστά κι αφετέρου να κάνεις βήματα μπροστά.

Φανταστείτε λίγο ότι οι χυλόπιτες είναι σαν το παραθυράκι που σου πετάει υπολογιστής όταν η αναζήτηση που έκανες δεν μπορούσε να παρέχει το επιθυμητό αποτέλεσμα γιατί αυτό απλά δεν υπάρχει (ίσως υπήρχε πριν και τώρα δεν είναι διαθέσιμο). Σε εκείνο λοιπόν, το μήνυμα που σου βγάζει (αν είσαι και λίγο κομπιουτεράκιας) θα δεις ότι σου δίνει πληροφορίες για το τι ακριβώς σημαίνει το error, άρα συνεπακόλουθα καταλαβαίνεις τι πήγε «λάθος» αναγκάζοντάς σε ν’ αλλάξεις τον τρόπο με τον οποίο θα αναζητήσεις αυτό που θες.

Κάπως έτσι λειτουργούν και οι εμπειρίες αυτές της απόρριψης κι αυτό το error είναι ένδειξη για πολλά πράγματα, απ’ το πιο απλό, όπως για παράδειγμα ότι το άτομο αυτό δεν είναι τόσο καψουρεμένο μαζί σου όσο εσύ μαζί του μέχρι το πιο περίπλοκο ότι δηλαδή η χρονική στιγμή για εσάς τους δύο δεν είναι η κατάλληλη γιατί το άλλο πρόσωπο βρίσκεται αλλού.

Σημασία έχει να χρησιμοποιήσεις τις πληροφορίες που κρύβονται πίσω απ’ τη χυλόπιτα που μόλις έφαγες και να ξαναμπείς στο παιχνίδι πιο δυνατός από πριν, γιατί η απόρριψη είναι εξάσκηση, όσο πιο πολύ την παθαίνεις τόσο περισσότερο μαθαίνεις. Τι κι αν πληγώθηκες πολύ, τι κι αν νιώθεις πιο άδειος, λιγότερο δυνατός και πολύ ευάλωτος;

Συνήθως οι άνθρωποι που τρώνε γερή χυλόπιτα κλείνονται στον εαυτό τους, εισπράττουν την απόρριψη ως βαριά προσωπική ήττα και βγάζουν οι ίδιοι τον εαυτό τους έξω απ’ το παιχνίδι. Σκέψου όμως ότι κανένας αθλητής, στα χρονικά του αθλητισμού δεν κέρδισε τον αγώνα στον οποίο συνειδητά δεν επέλεξε να συμμετάσχει.

Οι χυλόπιτες συνήθως κάνουν μώλωπα στον εγωισμό μας, γιατί προέρχονται από άτομα τα οποία θαυμάζουμε και τα οποία έχουν κάποια χαρακτηριστικά τα οποία εκτιμάμε, άρα μπαίνουμε στη λογική του αν αυτό το άτομο, που για εμάς έχει αξία, μας απορρίψει ίσως είμαστε λιγότερο αξιόλογοι απ’ ό,τι πιστεύαμε. Η απόρριψη όμως από ένα άτομο μπορεί απλώς να λειτουργήσει ως ένδειξη ότι με το συγκεκριμένο άτομο δεν υπήρχε όση συμβατότητα μπορεί να υπάρξει με το επόμενο.

Ας μην ξεχνάμε ότι η χυλόπιτα είναι τόσο προσωπική για σένα που την δέχεσαι όσο και για το πρόσωπο που την σερβίρει με τη μόνη διαφορά μεταξύ σας να είναι η τόλμη, την οποία εσύ επέδειξες να εκφράσεις αυτά που αισθάνεσαι. Άρα αν υπάρχει ένα δίδαγμα που ξεκάθαρα μπορούμε να πάρουμε από μια απόρριψη είναι ότι δεν μπορούμε ν’ αρέσουμε σε όλους κι αυτό δεν έχει να κάνει πάντα με μας, είναι απόλυτα εντάξει.

Το μόνο σίγουρο είναι ότι κάθε χυλόπιτα που τρώμε, τόσο πιο κοντά μας φέρνει σ’ αυτό που θέλουμε, στον άντρα ή τη γυναίκα των ονείρων μας, μας μαθαίνει να δινόμαστε ολοκληρωτικά χωρίς το φόβο του αποτελέσματος και προπάντων μας μαθαίνει να χαραμιζόμαστε όλο και λιγότερο κάθε φορά.

 

Συντάκτης: Εύη Πηλαβάκη
Επιμέλεια κειμένου: Αναστασία Νάννου