Σε μερικές μόνο εβδομάδες αποχαιρετούμε μια δεκαετία. «Και τι δεκαετία!», ίσως να σκέφτεσαι, αν αναλογιστείς τα πόσα έζησες, τι σε έκανε αυτό που είσαι σήμερα. Κι είναι αδύνατο σε ένα τέτοιο απολογισμό να μην ανατρέξεις σε ερωτικές σχέσεις που όχι μόνο σε σημάδεψαν αλλά για τις οποίες κρατούσες μια βεβαιότητα πως θα άντεχαν για πολλές δεκαετίες ακόμη, ίσως να πήρες κι όρκο ενώπιον θεού κι ανθρώπων, τόση ήταν η βεβαιότητα. Είσαι όμως εδώ, χωρίς αυτές τις σχέσεις, αυτές που πίστευες πως θα σε γέμιζαν ανεξάντλητα κι είναι τόσο μακρινές, τόσο χωμένες στα άδυτα του παρελθόντος που σχεδόν δεν έγιναν ποτέ. Υπήρξαν; Η βεβαιότητα του για πάντα, μετατρέπεται σε σιγουριά τόσο παροδική όσο κι οι εποχές που αλλάζουν.
Αξιοσημείωτο το πώς κάποτε ξυπνούσες και κοιμόσουν με ένα άνθρωπο, τον άνθρωπό σου, έτσι τον αποκαλούσες, κι ήταν τόσο έντονο αυτό το συναίσθημα, τόσο δυνατό που κυρίευε το είναι σου, γέμιζε το χώρο, υπαγόρευε τη ζωή σου, σε νάρκωνε να πιστεύεις πως μπορούσες να ξεχειλώσεις τις στιγμές σου στο για πάντα. Τώρα κάθεσαι οκλαδόν με τον υπολογιστή στα πόδια να ξεθάβεις φωτογραφίες από το σκληρό δίσκο ή το online συννεφάκι σου και να διερωτάσαι σε ποιο παράλληλο σύμπαν έγιναν όλα αυτά και δεν τα θυμάσαι ξεκάθαρα.
Κι αν δεν το θυμάσαι λες κι ήταν χθες, έγινε στα αλήθεια; Αν το μυαλό το έχει χώσει στα αζήτητα, βιώθηκε πραγματικά, μήπως οι μνήμες σου σε απατούν; Αισθάνεσαι ενοχή, θυμό που επέτρεψες στο μυαλό να ξεχάσει, να διαγράψει, να αφήσει πίσω του. Μη θυμώνεις, δε διέγραψες τίποτα, στην ουσία όλα κάπου μέσα σου είναι, απλά μετατράπηκαν σε κάτι άλλο, έγιναν ενέργεια που σε άλλαξε, σε σκλήρυνε, ενδεχομένως, ή σε δυνάμωσε.
Οι μνήμες απαλύνονται με το χρόνο, όχι για να ξεχνάς ποιος ήσουν, αλλά για να μπορείς να προχωράς παρακάτω, άμυνα και προστασία του εαυτού σου. Αν όλα όσα μας πλήγωναν βαθιά τα βιώναμε κάθε μέρα με την ίδια ένταση, θα ήμασταν ένας επαναλαμβανόμενος πόνος, μια φυλακή, η κραυγή του Βαν Γκονγκ. Αν η αγάπη που είχαμε κάποτε για κάποιον έκαιγε μέσα μας τόσο δυνατά μετά το χωρισμό μας, όσο και την πρώτη μέρα, πώς θα το ξεπερνούσαμε, πώς θα κάναμε χώρο για καινούργια αγάπη στη ζωή μας;
Δεν είναι μόνο η ανάμνηση του ανθρώπου που ήταν η σχέση μας, που ξεθωριάζει στο πέρασμα του χρόνου, είναι κι οι αναμνήσεις των ανθρώπων που τον περιέβαλλαν. Είναι η οικογένειά του, οι φίλοι του που έγιναν και δικοί μας, η παρέα που μας ένωνε, τα στέκια που συχνάζαμε, ο κυριακάτικος καφές που απολαμβάναμε στο ίδιο καφέ. Είναι ολόκληρη η ζωή που φτιάξαμε μαζί, κομμάτι-κομμάτι, με προσοχή κι αγάπη. Τώρα όμως, χρόνια μετά, έχεις αλλάξει στέκι για καφέ- τώρα τον καφέ σου τον πίνεις σκέτο, κάνεις παρέα με άλλα άτομα και κάποιος άλλος φέρνει χαμόγελο στο πρόσωπό σου. Ζωές παράλληλες σε μια μόνο δεκαετία. Πόσες τέτοιες ζωές θα μετράς σε 5 ή 6 δεκαετίες;
Αναρωτιέσαι αν υπάρχει στα αλήθεια το «για πάντα». Αν οι άνθρωποι έχουν ανάγκη απλά να ζουν στη σκιά του ή αν πραγματικά πιστεύουν πως είναι εφικτό. Όταν λες «για πάντα» σε κάποιον, όταν υπόσχεσαι παντοτινή αγάπη, ουσιαστικά ψεύδεσαι, όλα αυτά είναι μάλλον υποσχέσεις που θα αθετήσεις. Εδώ κρύβεται όμως η μαγεία κατά την άποψή μου, ίσως ειρωνεία για κάποιους άλλους. Δεν ψεύδεσαι, όταν το λες το εννοείς με όλο σου το είναι, το κάνεις συνειδητά χωρίς το μυαλό σου να σκέφτεται καν την πιθανότητα ότι ίσως σε 5 χρόνια τα ίδια θα ξεστομίζεις σε άλλο πρόσωπο. Τα λες και τα εννοείς, γιατί η ανθρώπινη φύση είναι καμωμένη με τρόπο ώστε να βιώνεις τις στιγμές λες και θα κρατήσουν για πάντα, να αγαπάς και να ονειρεύεσαι τη δεδομένη στιγμή έχοντας όμως μια αίσθηση «παντοτινότητας».
Την τελευταία μέρα του χρόνου ας αφιερώσουμε ένα λεπτό, όχι το τελευταίο της δεκαετίας, ένα άλλο λεπτό λιγότερης βαρύτητας, για να ανατρέξουμε σε άτομα για τα οποία ήμασταν βέβαιοι πως θα μας συντρόφευαν στην αλλαγή δεκαετίας αλλά δεν είναι εδώ. Κι ας αναγνωρίσουμε πως μπορεί η ανάμνησή τους να είναι πλέον ξεθωριασμένη, αλλά το αντίκτυπό τους στη ζωή μας είναι η πιο ζωντανή μας ανάμνηση.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου