Θέλεις να θέλει. Θα μπορούσε το άρθρο να τελειώνει κάπου εδώ γιατί πιο ξεκάθαρο μήνυμα δεν υπάρχει. Δεν υπάρχει πιο δυνατός τρόπος να στο πω αυτό, πιο παθιασμένος, πιο ρεαλιστικός. Σου αξίζει να θέλει, σου αξίζει να βρίσκεται στη ζωή σου συνειδητά, άνευ όρων. «Με θέλει ρε, αλλά κάπου βάζει φρένο», «Με ψάχνει, ειδικά όταν δεν είναι καλά, απλά κάπου μάλλον σκαλώνει». Θέλεις να θέλει. Θα γίνω γραφική και θα στο ρίχνω στα μούτρα μέχρι πλήρους εμπέδωσης.

Ας ξεκαθαρίσουμε όμως κάτι. Το θέλεις να θέλει δε σημαίνει απαραίτητα ότι ο άνθρωπος που έχεις απέναντί σου έχει όλα του τα θέματα λυμένα ή ότι είναι σίγουρος ότι εσύ είσαι το ιδανικό του ταίρι. Όχι, σημαίνει απλά ότι τη δεδομένη στιγμή, το άτομο αυτό θέλει να βρίσκεται στη ζωή σου έστω και για να εξερευνήσει την πιθανότητα του αν θέλει να κάτσει λίγο παραπάνω. Δε σημαίνει ακόμη ότι αφήνει όλη την υπόλοιπη ζωή του για να σε κάνει προτεραιότητα, ότι ξεχνά οικογένεια και φίλους αλλά ότι κάνει χώρο στη ζωή του για σένα. Δε σε σκέφτεται μόνο στις μαύρες του ή όταν δεν έχει τι να κάνει αλλά σου δίνει χρόνο και χώρο σε κάτι δικό του, μια εσοχή στη ζωή του, μια γραμμή που τέμνεται και δεν τρέχει απλά παράλληλα.

Θέλεις να θέλει. Γιατί αν η οποιαδήποτε σχέση με αυτό το άτομο ξεκινήσει σε μια βάση αβεβαιότητας, η αβεβαιότητα δε θα φύγει ποτέ, θα είναι χωμένη μέσα σε κάποια ντουλάπα κι όταν δεν το περιμένεις θα εμφανιστεί από το πουθενά, θα σε αγκαλιάσει και θα σε συντροφεύει σε κάθε ξέσπασμα και κάθε τσακωμό. Δεν έχει σημασία αν φοβάται υπερβολικά ή αν νιώθει υπέρμετρη ανασφάλεια από τραύματα του παρελθόντος. Όσο σκληρό κι αν ακούγεται, δεν είσαι ψυχολόγος, δεν είσαι εκεί για να γίνεις σάκος του μποξ και σίγουρα δεν πρέπει εσύ να φορτωθείς το baggage κανενός. Μπορείς να το ελαφρύνεις αλλά μονάχα όταν η επένδυση που γίνεται είναι κι από τους δύο σχεδόν ισάξια.

Το πρόβλημα είναι ότι είμαστε περισσότερο ανεκτικοί απ’όσο χρειάζεται μερικές φορές, γρήγοροι να δικαιολογήσουμε τους άλλους από φόβο ότι αν δεν το κάνουμε θα τους χάσουμε. Επιτρέπουμε καταστάσεις στις οποίες γινόμαστε κομπάρσοι, εξτρά στην ταινία κάποιου άλλου αντί να διεκδικήσουμε τη θέση που μας αξίζει, ρόλο πρωταγωνιστικό. Το ότι κάποιος έχει πληγωθεί πολύ από προηγούμενή του σχέση είναι αλήθεια λόγος για να πληγώνει άλλους; Πόσοι άνθρωποι στον κόσμο έχουν πληγωθεί, έχουν καταρρακωθεί συναισθηματικά; Μήπως αυτό τους δίνει την άδεια να ρίχνουν ψιχουλάκια για να σε απασχολούν ενώ στην ουσία «δεν είστε κανονικά μαζί»; Αν δεν είναι κάποιος έτοιμος να υποδεχτεί καινούργιο κόσμο στη ζωή του, αν χρειάζεται χρόνο να επουλώσει τις πληγές του είναι απόλυτα σεβαστό και κατανοητό, πρέπει πολύ απλά να το πει, ούτε καν να το υπονοήσει, να το πει δυνατά, ξάστερα.

Ας το δούμε λίγο κι αντίστροφα. Το να μας θέλει κάποιος είναι πολύ δυνατό αίσθημα. Είναι σαν τονωτική ένεση, σε ανεβάζει, σε κάνει να νιώθεις ποθητός, σου ανεβάζει το εγώ και πώς να απομακρυνθείς από αυτό; Αν λοιπόν με τη στάση σου επιτρέπεις στον άλλο να παίρνει από σένα αυτή τη σημασία, αν το εγώ του τρέφεται από τα συναισθήματά σου, δε θα σε σπρώξει μακριά αλλά θα προσπαθήσει να σε κρατήσει τριγύρω για όσο χρειάζεται να νιώθει όμορφα χωρίς όμως να επενδύει σε σένα ή στη σχέση σας. Εσύ θα πιστεύεις, σαν να βρίσκεσαι σε νιρβάνα, ότι απλά κάποιες συνθήκες στη ζωή αυτού του ανθρώπου δεν είναι οι κατάλληλες για να του επιτρέψουν να σε δει ως κάτι παραπάνω. Θα σου πω αυτό που ήδη γυροφέρνει στο μυαλό σου, τις συνθήκες τις φτιάχνουμε, τις καθοδηγούμε εμείς κι είναι πάντα υποκινούμενες από βαθιά επιθυμία, από μια λαχτάρα να μοιραστούμε. Αν καθίσεις τριγύρω να περιμένεις πότε οι συνθήκες του άλλου θα του επιτρέψουν να σου δώσει μια θέση πιο κοντά στην καρδιά του, τότε ελλοχεύει κάτι τρομακτικό. Ελλοχεύει ο κίνδυνος, όταν τελικά κάνει κάποια στροφή προς εσένα, να μην ξέρεις με σιγουριά αν η στροφή αυτή είναι από επιλογή, αν όντως σε διάλεξε γιατί είσαι εσύ ή αν απλώς έτυχε να είσαι εκεί όταν αποφάσισε πως ψάχνει κάτι. Μπορείς να ζήσεις με αυτή την αμφιβολία;

 

Συντάκτης: Εύη Πηλαβάκη
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου