Είμαστε το άθροισμα των αναμνήσεων, των εμπειριών και των στιγμών μας, έτσι δε λένε; Άρα είμαστε και το άθροισμα των αναμνήσεων που δε φτιάξαμε, των εμπειριών που δε ζήσαμε και των στιγμών που δε βιώσαμε ποτέ; Είμαστε μήπως και το αποτέλεσμα όλων αυτών που είχαμε ανάγκη να ξεστομίσουμε, αλλά δε μετατρέψαμε ποτέ σε φθόγγους, ήχους ή μουσική; Αλήθεια, πόσα ποθήσαμε να εξομολογηθούμε, αλλά τα αφήσαμε μέσα μας να πασχίζουν να βρουν διέξοδο; Όλα αυτά, λοιπόν, τα κουβαλάμε μαζί μας, γίνονται απωθημένα ή μήπως τα αφήσαμε κάπου πίσω μας, καθώς προχωρούσαν τα χρόνια;
Πόσων ανθρώπων η πορεία τους σταμάτησε να ‘ναι κοινή κι ενώ μέσα τους κόχλαζαν όλα αυτά που ήθελαν να πουν δεν έβγαλαν λέξη; Αυτό εκφράστηκε με ακρίβεια σε ένα απ’ τα πιο εικονικά πλέον art installations που στήθηκε κατά τη διάρκεια ενός μουσικού φεστιβάλ, του γνωστού Burning Man Festival, το οποίο απεικόνιζε δυο ενήλικες ανθρώπινες φιγούρες να κάθονται πλάτη, κουλουριασμένες και σκεφτικές, ενώ μέσα τους υπήρχαν δύο μικρότερες παιδικές φιγούρες οι οποίες κοιτάζονταν και προσπαθούσαν να επικοινωνήσουν. Ως ενήλικες, έχουμε ξεχάσει πώς είναι να ‘μαστε αυθόρμητοι και να μοιραζόμαστε όλα όσα έχουμε στο μυαλό μας. Έχουμε χάσει την παιδικότητά μας και βάλαμε φίλτρα στα πάντα, ακόμα και στα συναισθήματα και τις σκέψεις μας.
Αμέτρητες φορές σκέφτηκε να σηκώσει το ακουστικό, να τον πάρει και να του πει όσα δεν μπόρεσε να του πει τη μέρα που βρέθηκαν για να μιλήσουν, βυθίστηκαν όμως σε δειλές σιωπές. Αλλιώς την είχε σκεφτεί εκείνη τη συνάντηση, άλλα ήθελε να του πει. Ήθελε να του πει πόσο της άλλαξε τη ζωή, πόσο την έκανε να αγαπήσει το χαζό υφάκι που της χάριζε κάθε φορά που τον φιλούσε στη μύτη, πόσο πολύ της άρεσε να μαγειρεύει μαζί του, παρ’ όλο που ποτέ δεν υπήρξε πρότυπο καλής νοικοκυράς και πόσες φορές σκέφτηκε ότι ίσως μαζί του να μπορούσε να γίνει μητέρα -κάτι που φοβόταν τρελά.
Όταν, όμως, βρέθηκαν κράτησε τις άμυνές της, πρόταξε την περηφάνια της και του έτριψε στα μούτρα όλα όσα δεν της προσέφερε, όλα όσα δεν την έκανε να αισθανθεί, τον έκανε να νιώσει λίγος. Αλλά κι εκείνος δεν της είπε όλα ήθελε να της πει, δεν της εξομολογήθηκε ότι μαζί της ήταν αλλιώς, ότι δεν τον πείραζε να βλέπει τα πράγματά της σκόρπια στο εργένικο διαμέρισμά του και πως εκείνη θα μπορούσε να σβήσει πληγές του παρελθόντος. Σιώπησαν κι οι δύο.
Κι όλα αυτά πού πάνε; Όλες οι συγγνώμες που δεν τολμήσαμε να παραδεχθούμε, όλα τα ξεκαθαρίσματα που φοβηθήκαμε να κάνουμε, τι θα απογίνουν; Μένουν μήπως πίσω σαν εικόνα που τη βλέπεις να απομακρύνεται απ’ το καθρεφτάκι του αυτοκινήτου, καθώς εσύ συνεχίζεις να οδηγείς; Η μήπως όσα δεν είπαμε είναι αυτά που μας κρατάνε ξύπνιους τα βράδια;
Φαντάζει αδύνατο ο ανθρώπινος νους να μη σκέφτεται και να μην επεξεργάζεται όλα τα «αν», όλες τις πιθανές τροπές που θα μπορούσε να πάρει η ζωή μας αν τολμούσαμε να εξομολογηθούμε όλα όσα σκεφτόμασταν, αν κλείναμε εντελώς όλες τις πόρτες που θα έπρεπε, ιδανικά, να κλείσουμε. Είναι αυτές οι τύψεις μας για όλα αυτά που θα μπορούσαμε να κάναμε καλύτερα, αλλά δεν το κάναμε, οι Ερινύες που μας καταδιώκουν και δε μας αφήνουν να συμφιλιωθούμε με το παρελθόν για να μπορέσουμε να είμαστε παρόντες στο τώρα μας.
Όλα τα αντίο που δεν είπαμε, όλα αυτά που διστάσαμε να κάνουμε, θα μείνουν για πάντα απωθημένα, θα περάσουν στη σφαίρα του ανεκπλήρωτου και θα αναβιώνουν σε ανύποπτους χρόνους. Θα ξυπνάνε υποσυνείδητα, σε στιγμές που νομίσαμε πως καταφέραμε να πάμε παρακάτω, αλλά οι αναμνήσεις σε τραβάνε στο παρελθόν, όπως λέει και το τραγούδι του Αλκίνοου Ιωαννίδη, σαν «…ήλιος κοφτερός φέρνει ένα σήμερα και σε πετάει στο χθες…».
«Και ποια η λύση σε αυτό;» με ρωτάς, αλλά δεν έχω απάντηση να δώσω. Ίσως η απάντηση να κρύβεται στο να ζούμε τη ζωή μας χωρίς το φόβο της εικόνας μας, άρα να λέμε όσα θέλουμε να πούμε τη στιγμή που θέλουμε, χωρίς να σκεφτόμαστε ότι θα τσαλακωθούμε.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη