Οι μέρες πριν αποχαιρετήσουμε το χρόνο που φεύγει, καθώς κι οι μέρες του Ιανουαρίου χαρακτηρίζονται από μια ανάγκη απολογισμού, μετρήματος κι αλλαγών. Λες κι έχουμε μέσα μας μια μαγική ενέργεια έτοιμη να μας σπρώξει προς αλλαγές, μικρές ή μεγάλες, δεν έχει σημασία. Καταγραφή συνηθειών που θέλουμε να αφήσουμε πίσω μας κι άλλων τόσων που θέλουμε να εντάξουμε στη ζωή μας. Κι είναι τέτοιες οι μέρες που δημιουργούν ένα μομέντουμ, μια πεποίθηση πως ο χρόνος αυτός θα είναι καλύτερος από τον προηγούμενο και πως θα καταφέρουμε όσα δεν έχουμε καταφέρει σε αυτό που πέρασε.
Το θέμα δεν είναι να αλλάξεις συνήθειες, αλλά το πώς θα το κάνεις αυτό. Γιατί ένα είναι να το λες, άλλο όμως να το βάζεις σε πράξη και να το εφαρμόζεις. Σκέφτηκες ποτέ πώς ακριβώς σχηματίζεται μια συνήθεια; Όλα αυτά που έχεις συνηθίσει να κάνεις κάθε μέρα, οι αυτοματισμοί κι οι συμπεριφορές που δεν αντιλαμβάνεσαι καν ότι γίνονται, πώς δημιουργήθηκαν; Υπάρχει ένας τεράστιος όγκος βιβλιογραφίας αναφορικά με το θέμα των συνήθειων και το ποιο είναι ακριβώς το χρονικό περιθώριο που χρειάζεται για να σχηματίσεις μια συνήθεια.
Όλα ξεκίνησαν από ένα Αμερικανό πλαστικό χειρούργο, τον Μάξουελ Μαλτζ, ο οποίος άρχισε να παρατηρεί τις συμπεριφορές των ασθενών στους οποίους επενέβαινε χειρουργικά κυρίως με αλλαγές στο πρόσωπο ή στα άκρα τους. Παρατήρησε λοιπόν, πως οι ασθενείς αυτοί χρειάζονταν τουλάχιστον 21 ημέρες για να συνηθίσουν στην αλλαγή των χαρακτηριστικών του προσώπου ή να προσαρμοστούν στην απουσία κάποιου άκρου τους. Ο Μαλτζ, μέσα κι από παρατήρηση δικών του συμπεριφορών, κατέληξε πως χρειάζεται ένα ελάχιστο διάστημα 21 μερών για να δημιουργηθεί μια καινούργια νοητική εικόνα. Η γνώση αυτή στη συνέχεια επιβεβαιώθηκε και νευρολογικά.
Επιστημονικές έρευνες οι οποίες μελέτησαν τον ανθρώπινο εγκέφαλο παρατήρησαν ότι οι νευρικές συνάψεις που μεταφέρουν ηλεκτρικά ή χημικά σήματα μεταξύ των νευρώνων ξεκινούν να εδραιώνονται αφότου περάσουν τουλάχιστον 21 μέρες επαναλαμβανόμενης συμπεριφοράς. Αυτό ουσιαστικά σημαίνει πως την πρώτη φορά που θα κάνεις μια πράξη ή θα φερθείς με τρόπο που δεν έκανες ποτέ πριν, θα γίνει η πρώτη «διαδρομή» μεταξύ νευρώνων.
Φαντάσου το ως ένα ανεπαίσθητο ρυάκι που σχηματίζεται στις πρώτες βροχές. Αν η βροχή είναι επαναλαμβανόμενη κι όγκος νερού περνά από αυτό το ρυάκι για αρκετό διάστημα, τότε το ρυάκι θα γίνει ποταμός και πλέον η ροή θα είναι συνεχής. Κάτι τέτοιο συμβαίνει και με τις συνήθειές μας, οι πρώτες 21 μέρες είναι αρκετές για να δημιουργήσουν αυτό το μονοπάτι καινούργιας συμπεριφοράς. Στις 21 μέρες είναι πιθανό πως θα βιώσεις το θετικό αντίκτυπο της συνήθειας που προσπαθείς να αφομοιώσεις κι έτσι θα γείρεις ακόμη περισσότερο προς την υιοθέτησή της.
Εδώ κρύβεται μια μεγάλη παγίδα, πρόσεξε μην πέσεις μέσα κατευθείαν. Ο Μάλτζ έκαμε μια παρατήρηση ως αποτέλεσμα των παρατηρήσεων που έκανε για ανθρώπους γύρω του και το διάστημα των 21 ημερών είναι ένα ελάχιστο διάστημα, τονίζω το ελάχιστο. Κανείς δεν ισχυρίστηκε ότι μπορείς να φέρεις τη ζωή σου τούμπα, υιοθετώντας τις καλύτερες συνήθειες σε μόλις 21 μέρες. Η εδραίωση μιας θετικής συμπεριφοράς επηρεάζεται από διάφορους παράγοντες που ποικίλουν από άνθρωπο σε άνθρωπο και σχετίζονται με τον χαρακτήρα, την προσωπικότητα και τις συνθήκες του καθενός. Για την ακρίβεια, μελέτες που ακολούθησαν και βασίστηκαν στις παρατηρήσεις του Μαλτζ, συμπεραίνουν πως για να οικοδομηθεί γερά μια νέα συμπεριφορά στη ζωή μας χρειάζεται από 2 εώς και 8 μήνες!
Αν λοιπόν ξεκίνησες να χτίζεις μια συνήθεια και είσαι ήδη στις 21 μέρες, μην αποκαρδιώνεσαι, έχεις δημιουργήσει μια νέα σύναψη και απλά πρέπει να επιμείνεις κι άλλο, μην τα παρατάς. Εξάλλου οι συνήθειές μας αντικατοπτρίζονται από τις αξίες με τις οποίες θέλουμε να ζούμε τη ζωή μας και δεν είναι καθόλου εύκολο για τον εγκέφαλό μας να βγει από τις συμπεριφορές που έχει συνηθίσει για χρόνια, αυτές με τις οποίες μεγάλωσε και να ξεκινήσει να αντιλαμβάνεται πράγματα με διαφορετικό τρόπο. Αλλά όταν κι αν το κάνει, ανοίγεται ένας συναρπαστικά καινούριος κόσμος μπροστά μας. Στο χέρι σου είναι το αν θα αποφασίσεις να τον ζήσεις. Εγώ, πάντως, είναι μαζί σου!
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου