O εγωισμός στις σχέσεις είναι σαν το τσιγάρο. Σε δηλητηριάζει αργά και στην αρχή ούτε που το καταλαβαίνεις. Συνήθως προέρχεται απ’ την αμέριστη αγάπη που έχει καλλιεργήσει το συγκεκριμένο πρόσωπο για τον εαυτό του. Πράγμα που, αρκετές φορές, οδηγεί και στην περιφρόνηση του απέναντι στους άλλους.

Όταν ερωτεύονται οι εν λόγω άνθρωποι, βρίσκονται σε μια συνεχή πάλη με το είναι τους γιατί ο μεγαλύτερος τους φόβος είναι μην τυχόν κι «εκτεθούν». Πρόκειται για μια έκθεση, βέβαια, που συμβαίνει μόνο στο μυαλό τους ή εν πάση περιπτώσει, για μια κατάσταση σε μεγέθυνση. Κι όσο αντιλαμβάνονται πως τα συναισθήματά τους μεγαλώνουν, άλλο τόσο χάνουν μαζί με τον έλεγχο τους και την μπάλα.

Αυτός είναι και ο λόγος που πιάνουν τους εαυτούς τους να μην αντέχουν τις ουσιαστικές σχέσεις. Άλλωστε, για να κάνει κτήμα της αυτή η λέξη το συγκεκριμένο επίθετο, θα πρέπει τα άτομα που την απαρτίζουν να είναι ειλικρινείς μεταξύ τους, να νιώθουν ασφάλεια και οικειότητα. Πιο απλά, ν’ ανοίξουν τα χαρτιά τους και να εξερευνήσουν ο ένας τον κόσμο του άλλου, χωρίς να τους κόβει τη θέα κανένα τείχος ασφαλείας.

Όταν ένας άνθρωπος είναι εγωιστής, πολύ συχνά θα πυροδοτήσει διαφωνίες και, δυστυχώς, είναι πολύ πιθανόν μέχρι και να μειώσει τον απέναντι του. Δικαιολογεί το «εγώ» του, αλλά δύσκολα καταφέρνει να δικαιολογήσει κάποιον άλλον. Φέρεται ανταγωνιστικά ακόμα και μες στους καβγάδες. Λες και το θέμα είναι να μοιραστεί με το σύντροφό του τα δίκαια και τα άδικα. Ξεχνάει πως οι σχέσεις δεν είναι δικαστήρια και πως ο στόχος βρίσκεται αλλού. Στη συνεννόηση.

H δυσκολία στο να επιτευχθεί αυτό το πολυπόθητο contact έγκειται στο γεγονός πως ένα εγωκεντρικό άτομο, ουκ ολίγες φορές, δεν καταλαβαίνει τα λάθη του. Ως εκ τούτου, δημιουργεί μια δική του «λογική», η οποία δε γίνεται ιδιαίτερα αντιληπτή από το ταίρι του. Βασικά το «εγώ» του αναπτύσσεται ραγδαία και απειλητικά, με αποτέλεσμα σιγά-σιγά να καταβροχθίζει το «εμείς».

Πέρα απ’ όλα τα υπόλοιπα, αν έχεις συναντήσει έναν τέτοιο τύπο ανθρώπου θα ξέρεις πως τα παρατάει πανεύκολα. Ακόμα κι όταν πρόκειται για κάτι που του κινεί πραγματικά το ενδιαφέρον. Ακόμα και για κάτι που αγαπάει. Ο λόγος είναι πως μισεί τη ματαίωση. Προτιμά να φύγει πρώτος -κι ας γνωρίζει πως είναι το τελευταίο πράγμα που θα ήθελε να κάνει- αν υποψιαστεί ότι υπάρχει κι η παραμικρή περίπτωση να νιώθει κάτι παραπάνω συγκριτικά με τον άνθρωπο του. Μόνο και μόνο στη σκέψη πως μπορεί να είναι αυτός που θα τον «παρατήσουν», ζει έναν εφιάλτη. Μόνος του. Αλλά παρ’ όλα αυτά, τον ζει. Και στα καπάκια, βέβαια, κάνει και την εμφάνιση της μια ιλιγγιώδης τάση φυγής.

Στον αντίποδα, αυτή η «κακή συνήθεια» κάποιου μπορεί να μετριαστεί μόνο εάν καταλάβει πως τον βλάπτει. Πράγμα που, τις περισσότερες φορές, συμβαίνει όταν έχει κάνει τόσο σοβαρά λάθη, που χάνει το μέτρημα των ξενυχτιών, των συζητήσεων και των ποτών που του στοίχισαν. Τότε που αναγκάζεται να κάνει αυτόν τον δικό του απολογισμό και, παράλληλα μ’αυτόν, μία ντόμπρα συζήτηση με το μέσα του. Δηλαδή, να δει κατάματα όλα τα λάθη που τόσο καιρό περνούσε για σωστά.

Αυτή η διαδικασία θα αποβεί, αναμφίβολα, επίπονη. Ταυτόχρονα όμως, και λυτρωτική. Έτσι κι αλλιώς, όταν τα βρίσκεις με τον εαυτό σου όλα είναι -το λιγότερο- ευκολότερα. Δεν έχεις αυτόν τον κόμπο στο λαιμό να σε πηγαίνει πίσω κάθε φορά που νιώθεις ότι ερωτεύεσαι. Αλλά το ζεις και, κυρίως, το ευχαριστιέσαι, χωρίς δεύτερες κι ανούσιες σκέψεις. Κι αν κάτι δεν πάει καλά, δεν το χρεώνεις πλέον σε σένα. Ξέρεις πως εσύ είσαι εντάξει.

 

Επιμέλεια κειμένου Χρύσας Τικοπούλου: Ελευθερία Παπασάββα.

Συντάκτης: Χρύσα Τικοπούλου