Οι σχέσεις κι η επικοινωνία που δημιουργείται μέσω αυτών είναι από τα πιο βασικά κεφάλαια στη ζωή του ανθρώπου. Μέσα από αυτές μαθαίνει τον εαυτό του, τον εξερευνεί και συνεπώς τον εξελίσσει. Δε θα πω τον αλλάζει, γιατί είναι μεγάλη κουβέντα και συζήτηση.
Η οικογένειά του, μιας που μ’ αυτήν έρχεται σε επαφή, σε πρώτη φάση, τον βοηθά ν’ αντιληφθεί πώς είναι ν’ αγαπάς χωρίς να περιμένεις να πάρεις αντάλλαγμα. Γιατί αυτή, δε μετριέται, δεν μπαίνει σε καλούπια, δεν έχει όρια, είναι ανιδιοτελής. Έτσι, συνηθίζεις να έχεις ανάγκη τα συγκεκριμένα άτομα και να μη νιώθεις καθόλου άσχημα γι’ αυτό. Πολύ απλά γιατί ταυτόχρονα σου δείχνουν πως πρέπει να στηρίζεσαι στα δικά σου πόδια, χωρίς αυτό να σημαίνει πως δε θα είναι μονίμως δίπλα σου, σε ό, τι κι αν χρειαστείς.
Είναι εκεί για να σου υπενθυμίσουν πως είναι όμορφο να εμπιστεύεσαι και να εκτιμάς ανθρώπους γύρω σου. Αφού πρώτα σου δείχνουν πως πρέπει να ξεχωρίζεις αυτούς που το αξίζουν. Αλλά κι εκείνους, τους άλλους, που κάτι θα έχουν να σου δώσουν κι ας μη λέγεται αυτό ειλικρίνεια. Κι όσο μεγαλώνεις τόσο περισσότερο βρίσκεις πράγματα που ξέρεις πως έχουν προέλθει απ’ αυτούς. Ίσως αλλαγμένα βέβαια, γιατί πέρα απ’ όλα τα υπόλοιπα φρόντισαν ν’ αναπτύξεις τη δική σου κριτική σκέψη και να μην αντιγράφεις κανένα χαρακτήρα. Απλώς να καλλιεργείς το δικό σου.
Ωστόσο, όταν δημιουργείς τις πρώτες φιλικές σου σχέσεις, ξεκινάς να μαθαίνεις, να μοιράζεσαι, να εκτιμάς, κι αυτή τη φορά όχι εκ του ασφαλούς. Ακόμη κι όταν δεν είσαι απ’ τα πιο εξωστρεφή άτομα που υπάρχουν πάνω στον πλανήτη, ξαφνικά αντιλαμβάνεσαι πως μπορείς να γίνεις. Δεν ξέρεις τι ευθύνεται, η οικειότητα, η συνεννόηση, τα ίδια γούστα; Δε σε ενδιαφέρει και να το ψάξεις στην τελική. Το θέμα είναι πως αρχίζεις να προσέχεις πράγματα πάνω σου και συμπεριφορές που νωρίτερα δεν είχες ιδέα πως υπάρχουν.
Ακόμη κι αν έχεις κάποιο θέμα με την ισχυρογνωμοσύνη, μέσα από άπειρες σχετικές ή άσχετες συζητήσεις είτε από τις σοβαρές είτε από τις τύπου «να ‘χαμε να λέγαμε» αποκτάς, εν μέρει, εν αγνοία σου απόψεις ποικίλες, σφαιρικές. Κι όλα αυτά, δεν καταλαβαίνεις πότε ή με ποιον τρόπο συνέβησαν. Κι αυτό είναι το καλύτερο κομμάτι απ΄ όλα. Μαζί με τα παραπάνω καταλήγεις ν’ ασχολείσαι περισσότερο με τον τρόπο που λειτουργεί το μυαλό σου, αλλά και με τον ίδιο σου τον εαυτό. Πράγμα που σε κάνει να τον αγαπάς ακόμη περισσότερο.
Απ’ την άλλη, όταν ερωτεύεσαι καταλαβαίνεις πως απ’ το πουθενά, το εν λόγω άτομο γίνεται άνθρωπός σου σε χρόνο dt. Άλλωστε αυτή είναι μία απ’ τις γοητείες που φέρνει μαζί του το συγκεκριμένο συναίσθημα. Σ’ αυτήν την περίπτωση, λοιπόν, αντιλαμβάνεσαι πως ξεκινάς να φέρεσαι με τρόπους που, ενδεχομένως, δεν πίστευες ότι έστω θα σου περάσουν απ’ το μυαλό κάποια στιγμή. Παρατηρούσες εκείνους που έκαναν ταξίδια και ταξίδια για να συναντήσουν κάποιον για λίγες μέρες ή ακόμη και για ώρες κι αναρωτιόσουν πώς μπορούν και μπαίνουν σ΄αυτήν τη διαδικασία. Όλα αυτά, όμως, πριν ερωτευτείς.
Δοκιμάζεις τις αντοχές σου -έτσι κι αλλιώς δεν μπορείς να κάνεις κάτι άλλο-, τα όριά σου, ανακαλύπτεις τη χειρότερη και την καλύτερή σου εκδοχή. Παράλληλα, όλα αυτά τα δείχνεις και στον απέναντι. Δε δύνασαι να κρυφτείς. Κι όταν κάποια στιγμή καταφέρεις ν’ αναλογιστείς την κατάσταση, τότε και μόνο τότε, παρατηρείς τις διαφορές που κάποτε αδυνατούσες να προσέξεις. Όλα αυτά που κάποτε άκουγες και δεν μπορούσες να συμμεριστείς.
Ο Σεφέρης κάποτε είχε πει πως η ψυχή, αν είναι να γνωρίσει τον εαυτό της, σε ψυχή πρέπει να κοιτάξει. Και, μάλλον, είχε δίκιο.
Επιμέλεια κειμένου: Αναστασία Νάννου