

Η στιγμή που ξέρεις ότι θα συναντήσεις το άτομο που δεν πρέπει, είναι μια από τις πιο αμφίσημες και συναισθηματικά φορτισμένες στιγμές που μπορεί να ζήσει κάποιος. Ολόκληρο το σώμα σου προετοιμάζεται για κάτι που, από τη μία, ξέρεις πως δεν είναι καλό για σένα, αλλά από την άλλη, υπάρχει αυτό το αδιόρατο ένστικτο που σε τραβάει πίσω, σαν να μην μπορείς να αντισταθείς στη δύναμη αυτής της συνάντησης, όσο κι αν προσπαθείς.
Η προετοιμασία για αυτή τη συνάντηση δεν είναι απλώς ένα λογικό ή σωματικό άλμα, είναι κυρίως ψυχικό. Καθώς πλησιάζεις στο σημείο που ξέρεις ότι θα βρεθείς, ο κόσμος γύρω σου αρχίζει να θολώνει, οι σκέψεις σου είναι σε αναστάτωση και η καρδιά σου αρχίζει να χτυπά δυνατά. Ξέρεις ότι δεν πρέπει, αλλά το μυαλό σου επιστρέφει ξανά και ξανά σε εκείνα τα παλιά συναισθήματα, στα μάτια που δε θέλεις να θυμάσαι, αλλά που, αν μη τι άλλο, θα είναι εκεί για να σε αντιμετωπίσουν.
Το άτομο που πρόκειται να συναντήσεις δεν είναι τυχαίο. Δεν είναι κάποιος περαστικός από τη ζωή σου, αλλά μια παρουσία που άφησε το σημάδι της σε κάθε γωνιά της. Και όσο κι αν έχεις προσπαθήσει να το ξεχάσεις, όσο κι αν έχεις καταβάλει προσπάθειες για να προχωρήσεις, ξέρεις μέσα σου ότι η απάντηση στο «τι είναι το σωστό» δεν είναι ποτέ ξεκάθαρη όταν πρόκειται για αυτό το άτομο.
Η πρώτη σκέψη που περνά από το μυαλό σου είναι να φύγεις, να κάνεις πίσω, να βρεις μια δικαιολογία για να αποφύγεις αυτή τη συνάντηση. Ξέρεις ότι δεν μπορείς να επιστρέψεις εκεί που ήσουν, ότι δεν μπορείς να ξαναζήσεις τις στιγμές εκείνες που πριν από καιρό σε γέμιζαν με χαρά ή με έντονα συναισθήματα. Ωστόσο, υπάρχει πάντα αυτή η μικρή φωνή μέσα σου που σε τραβάει πίσω, που σου θυμίζει ότι, παρά τις πληγές και τα λάθη του παρελθόντος, αυτή η συνάντηση θα σε βοηθήσει να κατανοήσεις και να συμφιλιωθείς με όσα συνέβησαν.
Η στιγμή της συνάντησης είναι έντονα φορτισμένη. Ενώ οι εξωτερικοί παράγοντες παραμένουν οι ίδιοι, τα πάντα γύρω σου φαίνονται διαφορετικά, το περιβάλλον σου φαίνεται να στενεύει, οι ήχοι γύρω σου να εξαφανίζονται, και εσύ μένεις εκεί, μπροστά σε αυτόν ή αυτήν, με μια αίσθηση παράδοσης και φόβου, αλλά και αναγκαστικής αποδοχής. Κοιτάζετε ο ένας τον άλλον και όλα τα λόγια που είχατε πει στο παρελθόν έρχονται στην επιφάνεια. Ίσως, βέβαια, τα λόγια δεν είναι τόσο σημαντικά όσο η σιωπή, που είναι γεμάτη από αναμνήσεις και αδιόρατες αισθήσεις.
Αυτή η συνάντηση είναι σαν μια εκκρεμότητα που ποτέ δεν έκλεισε, μια κρεμασμένη υπόσχεση που δεν εκπληρώθηκε ποτέ. Όταν κοιτάζεις τον άλλον, γνωρίζεις ότι δεν θα υπάρξει το κλείσιμο που θα ήθελες. Δεν θα υπάρξει η δυνατότητα να κάνεις ό,τι χρειάζεται για να κλείσει η πληγή που άφησε αυτή η σχέση. Η αίσθηση του “αν δεν είχαμε συναντηθεί ξανά” σε κατακλύζει, αλλά ταυτόχρονα συνειδητοποιείς ότι αυτή η στιγμή είναι το απόλυτο τεστ του πόσο έχεις προχωρήσει. Είναι σαν να βρίσκεσαι σε μια στροφή του δρόμου που δεν ήθελες να πάρεις ποτέ, αλλά που τώρα, παρ’ όλα αυτά, είσαι αναγκασμένος να διασχίσεις.
Μπορεί να προσπαθήσεις να συγκρατήσεις τα συναισθήματά σου, να κρατήσεις την ψυχραιμία σου, να κάνεις τον εαυτό σου να πιστέψει ότι δε σε αγγίζουν όσα συμβαίνουν γύρω σου. Αλλά αυτό είναι αδύνατο. Όλα αυτά που έκρυβες τόσα χρόνια, όλα αυτά που απέφευγες, ξαφνικά βγαίνουν στην επιφάνεια. Ο θυμός, η πίκρα, η θλίψη – όλα αυτά σου θυμίζουν τις αιτίες που σε έφεραν εδώ. Και παρ’ όλα αυτά, όταν σιωπηλά ανταλλάσσετε ματιές, καταλαβαίνεις ότι τίποτα δεν έχει πραγματικά αλλάξει. Τα όρια που είχες βάλει, η απόσταση που είχες δημιουργήσει, ανατρέπονται από τη δύναμη της συνάντησης.
Η κατάσταση γίνεται πιο περίπλοκη, πιο ασαφής, γιατί το άτομο αυτό συνεχίζει να έχει κάποιο ρόλο στη ζωή σου, αν και δε θα έπρεπε. Η καρδιά σου λέει “μην το κάνεις”, αλλά το μυαλό σου αναρωτιέται αν τελικά θα μπορέσεις ποτέ να προχωρήσεις πλήρως, να αποδεχτείς αυτό που υπήρξε και να κλείσεις αυτή την πόρτα. Όσο και αν προσπαθείς να πείσεις τον εαυτό σου ότι όλα είναι καλύτερα μακριά του ή μακριά της, η συνάντηση αυτή φέρνει στην επιφάνεια την ανθρώπινη ανάγκη για συμφιλίωση, για κατανόηση, για αποδοχή. Όμως, ταυτόχρονα, σου θυμίζει την αλήθεια ότι, μερικές φορές, το να αφήνεις πίσω σου το παρελθόν και να το αφήνεις να περάσει, είναι η μόνη πραγματική απελευθέρωση.
Όταν αυτή η συνάντηση τελειώσει, ξέρεις ότι τίποτα δε θα είναι όπως πριν. Αλλά ίσως αυτό είναι το πιο σημαντικό μάθημα. Ότι μπορείς να αφήσεις πίσω σου αυτό που δεν πρέπει να κρατήσεις άλλο στη ζωή σου. Και ίσως, στην καρδιά σου, να ξέρεις ότι αυτή η συνάντηση, όσο κι αν σε πονούσε, ήταν η τελευταία που χρειαζόσουν για να αναγνωρίσεις τι πρέπει να αφήσεις πίσω και τι να κρατήσεις μπροστά σου.