Και τότε, την ώρα που είσαι έξω με την παρέα και περνάτε τέλεια, ανάβει η οθόνη του κινητού σου. Ένα «τι κάνεις;» και η καρδιά σου ακούγεται σε όλο το τετράγωνο. Θολώνει η σκέψη σου. Νιώθεις πως χάνεται η γη κάτω από τα πόδια σου. Πώς να απαντήσεις όταν και ‘συ δεν ξέρεις τι κάνεις; Όταν και ‘συ δε γνωρίζεις αν είσαι καλά, ή απλά έτσι θέλεις να δείχνεις, ενώ το σούρουπο σε πιάνουν τάσεις φυγής από την πραγματικότητα;
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα λιγάκι από την αρχή.
Κάποτε, γνώρισες ένα άτομο. Ένιωθες μαζί του μοναδικά. Το πίστευες, πως δεν υπήρχε τίποτα άλλο για σένα. Περνούσαν οι μέρες κι ερχόσασταν ακόμη πιο κοντά. Τόσο πολύ, που μοιράστηκες μαζί του όλους τους φόβους σου. Έδειξες τις αδυναμίες σου, χωρίς επιφυλάξεις. Ήξερες πως δεν πρόκειται να σε κάνει να νιώσεις άβολα για τίποτα! Κάθε μέρα ανυπομονούσες να μιλήσετε, να συναντηθείτε, να αγκαλιαστείτε, να φιληθείτε. Εάν μια μέρα δε βρισκόσασταν, ένιωθες πως ήταν μια χαμένη μέρα για σένα.
Τα μηνύματα ατελείωτα, οι εκφράσεις αγάπης κι έρωτα ξεπερνούσαν κάθε φαντασία. Γινόσουν ένα με το χώμα σε κάθε άγγιγμα. Σκεφτόσουν το μέλλον σας. Μαζί. Άκουγες τραγούδια κι ερωτευόσουν όλο και περισσότερο. Τα βράδια κοιτούσατε τον ουρανό σιωπηλά, γιατί πολύ απλά δεν μπορούσε κανείς να μιλήσει και να περιγράψει το πώς νιώθει!
Ώσπου κάποια στιγμή, κάτι σας ταρακουνάει! Ζήλια; Τσακωμός; Ένα μήνυμα από πρώην; Ένα ψέμα; Ένα λάθος; Κάτι γκρεμίζει απότομα όλο το συναίσθημα αυτό. Ναι κι όμως. Συμβαίνει και στις καλύτερες οικογένειες! Κατά βάση, λοιπόν, όταν κάτι είναι τόσο δυνατό, ακόμη και τα αρνητικά συναισθήματα θα είναι εξίσου, αν όχι περισσότερο, δυνατά. Μπορεί εν τέλει να μην ήταν και κάτι τόσο σοβαρό, αλλά στα μάτια σου φαίνεται σαν να γκρεμίζεται ολόκληρος ο κόσμος σου, μαζί με εσένα, τα συναισθήματά σου, την εμπιστοσύνη σου.
Οι φίλοι σου τριγύρω προσπαθούν να μαζέψουν τα κομμάτια σου. Να βοηθήσουν να γυρίσεις ξανά στην καθημερινότητα, λέγοντάς σου στερεοτυπικές φράσεις, όπως «υπήρχε ζωή και πριν, θα υπάρχει και μετά». Όμως εσύ το μόνο που θέλεις είναι να κλειστείς στον εαυτό σου. Να μην ξανά δεις άνθρωπο και μην ερωτευτείς ξανά!
Ο καιρός περνάει και φαίνεται όλο αυτό το βουνό απογοήτευσης και θυμού να καταλαγιάζει μέσα σου. Την ημέρα, όλα είναι πιο ήρεμα. Αρχίζεις να βγαίνεις ξανά περισσότερο, να περνάς ποιοτικό χρόνο με τους φίλους σου, δίχως η συζήτηση να μονοπωλεί το ίδιο θέμα. Γελάς, πού και πού. Νιώθεις πως κάτι μέσα σου έχει αλλάξει. Σε όλο αυτό το ουτοπικό σκηνικό βέβαια, δεν αναφέρεις σε κανέναν, προσπαθώντας να το κρύψεις και από τον ίδιο σου τον εαυτό, πως τα βράδια όταν ξαπλώνεις, ο ύπνος δε σε παίρνει γιατί σου έρχονται στο μυαλό όλες εκείνες οι στιγμές ευτυχίας. Ότι απορείς αν έπραξες σωστά και μήπως θα μπορούσε κάτι να έχει γίνει διαφορετικά. Αν συγχωρούσες; Αν τελικά δεν ήταν και τόσο σημαντικό όσο πίστευες; Αν όλα ήταν μια παρεξήγηση; Και πολλά ακόμη παρόμοια ερωτήματα κατακλύζουν το μυαλό σου!
Κι έρχεται η στιγμή που παίρνεις την απόφαση να προχωρήσεις. Έπειτα από πολλές ανέλπιδες προσπάθειες γνωστών, φίλων και συγγενών, έρχεται στη ζωή σου ένα άτομο που λες καλή περίπτωση, ας δώσω μια ευκαιρία. Άλλωστε αρκετά τον κλάψαμε τον μακαρίτη! Έτσι, αρχίζεις και πάλι να μπαίνεις σε ένα ρου και να λες πως όλα θα τα πάρεις χαλαρά, δε θα την πατήσεις όπως την προηγούμενη φορά κι άλλα τέτοια που σε κρατάνε λίγο πίσω.
Το σχέδιό σου φαίνεται να λειτουργεί μια χαρά μέχρι που, γυρνώντας από τη δουλειά, βλέπεις ένα γνώριμο πρόσωπο μακριά στον δρόμο. Λες, δεν είναι δυνατόν. Ακούς να σε φωνάζει- με μια φωνή επίπονα οικεία. Γυρνάς. Ρωτάς πώς βρέθηκε εκεί, ξέροντας πως δεν έχει καμία σχέση με τη γειτονιά και σου απαντά πως ήταν τυχαίο. Λες πως χάρηκες πολύ και φεύγεις βιαστικά, γιατί δεν μπορείς να διαχειριστείς το πόσο άβολα και ταυτόχρονα οικεία νιώθεις. Τώρα αυτό τι ήταν;
Αποφασίζεις να το ξεχάσεις, όμως όχι και το κινητό σου. Γιατί εκείνο το τυχαίο βράδυ, που η ζωή σου αποφάσισε να σε πάει 20 βήματα πίσω, θα σκάσει ένα μήνυμα. Ένα μήνυμα που θα σε ρωτήσει ένα απλό και ταυτόχρονα ακραία σύνθετο μήνυμα που θα ρωτάει «τι κάνεις;». Κι εσύ θα παγώσεις, μαζί με τον χρόνο. Οι φίλοι θα καταλάβουν ότι κάτι έχει συμβεί. Θα σκεφτείς αν θα καταφέρεις να μην απαντήσεις. Ξέρεις ότι είναι αδύνατον να μην το κάνεις. Και τότε, θα γίνει το μοιραίο.
«Μου λείπεις», θα πεις.
«Κι εμένα», θα απαντήσει.
Άραγε, υπήρξε ποτέ τέλος, όπως νόμιζες, ή θα βρεθείς ξανά σε μια αρχή;