Κάνει κρύο και το βραδάκι αυτό με βρίσκει κουλουριασμένη στην πολυθρόνα με την κουβερτούλα μου, χαζεύοντας το φεγγάρι. Διάφορα γυρίζουν στο κεφάλι μου, υποχρεώσεις, λογαριασμοί μα ένα πρόσωπο είναι στο κέντρο των σκέψεων μου.
Τι ήθελα να σε σκεφτώ, τσουπ να το μήνυμα για την καληνύχτα σου. Το βλέπω κι αναστενάζω, με ένα πικρό χαμόγελο στα χείλη. «καληνύχτα, μωρό μου, μου λείπει να σε έχω δίπλα μου». Ήθελα να σου πω πόσο σε θέλω κι εγώ δίπλα μου, αλλά δεν ήθελα να βαρύνω κι άλλο το κλίμα.
Γι’ αυτό και σκέφτηκα κάτι πιο αστείο, κάτι πιο ανάλαφρο. «Έχω να δηλώσω πως το μαξιλάρι μου σε μισεί γιατί ζηλεύει που το αντικαθιστώ με τον ώμο σου». Χαμογελάω σαν θυμάμαι την τελευταία μας νύχτα πριν φύγεις. Ήταν τόσο γλυκιά που δε θέλαμε να τελειώσει.
Δεν αργεί να έρθει η απάντησή σου «δεν ξέρεις πόσο θα ήθελα να ήμουν εκεί τώρα, θα ήταν μια ωραία βραδιά». Δεν μπορώ να μην κρύψω το ίχνος του πονηρού στο χαμόγελό μου.
Αλλά ρε γαμώτο όντως. Θα ήταν ωραία η βραδιά αν ερχόσουν εσύ κι όχι το μήνυμα. Αν την καληνύχτα τη σφραγίζαμε με ένα φιλί κι όχι γραμμένη στο κινητό. Έτσι απλά να χτυπήσεις την πόρτα και να εμφανιστείς εκεί που δεν το περιμένω. Να μπεις σαν τρελός μέσα και να κλείσεις με δύναμη την πόρτα.
Αμέσως μετά να με στριμώξεις στον τοίχο και να αρχίσεις να με φιλάς λες κι εγώ σου δίνω ζωή. Θέλω να μου δείξεις πόσο πολύ σου έχω λείψει και πως μόνο εγώ μπορώ να σου πηδάω το μυαλό κι ας είσαι μακριά μου.
Να με τυλίξεις γύρω σου και να μη σταματάς μέχρι να τρέμουν τα πόδια μου κι οι γείτονες να μάθουν το όνομά σου. Θέλω να κυλιστούμε στα σεντόνια μου, να σου δείξω κι εγώ πόσο πολύ μου έχεις λείψει.
Να μη σε χορταίνω και να μη με χορταίνεις, να βαριανασαίνουμε μαζί καθώς νιώθουμε τον κρύο ιδρώτα μας να κυλάει. Κι αχόρταγα να συνεχίζουμε στο μπάνιο καθώς το καυτό νερό μας λούζει.
Πρέπει να είμαι ειλικρινής μαζί σου. Δεν μου λείπει μόνο το τρελό κρεβάτι μας, αλλά κι όλα όσα κάναμε μαζί. Οι μικρές μας εξορμήσεις, τα παιχνίδια που κάναμε τα δυο μας, τα αστεία που λέγαμε με την παρέα μας.
Όλα αυτά που με έκαναν να σε ερωτευτώ. Τα χάδια σου, τα χέρια σου να παίζουν με τα μαλλιά μου, τα δάκτυλά σου να μπλέκονται με τα δικά μου. Ξέρεις αυτά τα μικρά κι απλά που μου αρέσουν, χωρίς να ζητάω πολλά.
Έχει περάσει η ώρα και πρέπει να σου απαντήσω. «Φοράω το μπλουζάκι σου, για κάποιον λόγο το ξέχασες εδώ». Και πραγματικά γελάω σαν σκέφτομαι τη μέρα που σου είπα να αφήσεις το μπλουζάκι σου εδώ. Είναι το αγαπημένο μου είναι εξάλλου.
Απευθείας έρχεται η απάντηση, «Τυχερό το μπλουζάκι μου γαμώτο μου». Όντως, πολύ τυχερό σκέφτομαι και σου απαντάω πως είναι τόσο άνετο και πως δε θα μπορούσα να κοιμηθώ χωρίς αυτό.
Δεν ξέρεις πόσο πολύ θέλω αυτή τη στιγμή να ήσουν εδώ μαζί μου, να κάθομαι στην αγκαλιά σου, να με ζεσταίνεις εσύ κι όχι μια κουβέρτα. Πόσο θα ‘θελα να κουλουριαστώ πάνω σου κι εσύ να με φιλάς στο μέτωπο. Μου λείπουν πολύ οι αγκαλιές σου. Μέσα τους ένιωθα ασφάλεια.
Με παίρνει το παράπονο, ρε φίλε, πάλι και κάνω σαν μωρό. Μα δεν μπορώ να κάνω κι αλλιώς. Πίστευα πως όντως μπορώ να αντέξω μακριά σου. Αλλά όχι. Μου είσαι απαραίτητος. Μου λείπει το «μαζί» μα πιο πολύ μου λείπεις εσύ ρε διάολε.
Ναι, σε θέλω τώρα εδώ. Δε με νοιάζει για πόση ώρα θα μπορώ να σε έχω μα σε θέλω εδώ και τώρα, χωρίς ενδοιασμούς. Απλά να χωθώ στην αγκαλιά σου και τίποτα άλλο. Μόνο αυτό. Μπορείς ρε γαμώτο; Να έρθεις εσύ κι όχι το ηλίθιο μήνυμα;
Κι η πόρτα χτυπάει…
Επιμέλεια Κειμένου Μαρίας Τσίβικου: Πωλίνα Πανέρη