Τι γίνεται όταν γνωρίσουμε κάποιον τον οποίο περιμέναμε όλη μας τη ζωή; Που όταν μιλάμε μαζί του έχουμε ένα ηλίθιο κολλημένο χαμόγελο στα χείλη κι ανυπομονούμε να είμαστε συνεχώς μαζί του; Τι γίνεται όμως όταν αυτό το άτομο δεν μπορεί να είναι μαζί μας;
Πολλά τα ερωτήματα κι ακόμη περισσότερες οι λύσεις. Μα εμείς δεν τις βλέπουμε. Αναζητάμε ένα άτομο με το οποίο θα γελάμε, θα μας καταλαβαίνει και θα μας δίνει δύναμη. Και να που τελικά βρίσκουμε αυτό το τέλειο πρόσωπο μπροστά μας.
Ωραία, βρήκαμε το άλλο μας μισό μα ανήκει αλλού. Όχι σωματικά μα ψυχικά. Οι σκέψεις του ανήκουν αλλού κι όχι σε εμάς. Εξάλλου δεν έχει σημασία τι σκέφτεται, σημασία έχει πως ξέρουμε ότι τελικά αυτό που βρήκαμε, είναι δοσμένο αλλού. Τι θα κάνουμε σε αυτή την περίπτωση; Θα προσπαθήσουμε να διεκδικήσουμε κάτι που δε μας ανήκει ή θα αφήσουμε να φύγει κάτι που έχουμε ποθήσει πιο πολύ από οτιδήποτε;
Το κεφάλι μας πάει να σπάσει με τόσες σκέψεις. Σκεφτόμαστε αν αξίζει ή όχι να το παλέψουμε. Μα είναι αυτό που ψάχναμε, ρε φίλε, γιατί να το αφήσουμε να φύγει, γιατί να μη ρισκάρουμε, γιατί φοβόμαστε τόσο πολύ ρε γαμώτο..
Απ’ την άλλη σκεφτόμαστε πως δεν πρέπει. Δεν έχουμε αυτό το δικαίωμα, δε μας το έχει δώσει κι ας μας καίει που σκέφτεται το άλλο άτομο όταν είναι μαζί μας. Γιατί αυτό συμβαίνει κι ας μη θέλουμε να το παραδεχθούμε. Ξέρουμε πως είναι «αλλού» αλλά εμείς από πείσμα θέλουμε να συνεχίσουμε μαζί του. Και μην ξεγελιέστε, δεν εννοώ σε ερωτική φάση, μας φτάνει μόνο και μόνο να μιλάμε μαζί του, να γελάμε μαζί του.
Είναι εκεί που σκεφτόμαστε γιατί να μην μπορούμε να έχουμε δίπλα μας αυτόν τον άνθρωπο. Φανταζόμαστε πως ίσως να αρέσει σε αυτό το πλάσμα, ρε παιδί μου, να βρίσκεται μαζί μας μα απ’ την άλλη είναι ίσως επειδή μας βλέπει φιλικά ενώ το δικό μας μυαλό έχει την τάση να προτρέχει σε κάτι άλλο. Γιατί πολλές φορές έχουμε την τάση να βλέπουμε αλλιώς τα πράγματα. Να τα βλέπουμε όπως εμείς θέλουμε, όπως μας βολεύει.
Φανταζόμαστε να είμαστε μαζί με αυτόν τον άνθρωπο, να του σπάμε τα νεύρα συνεχώς, να μαλώνουμε, να τα βρίσκουμε. Ουσιαστικά να έχουμε έναν έρωτα ολέθριο που θα τα διαλύει όλα στο πέρασμά του. Μα δεν μπορούμε, δεν έχουμε καν αυτή την επιλογή.
Το πλέον αίσθημά μας είναι μπροστά μας και ξέρουμε πως γνωρίζει για τη στάση μας απέναντί του. Πλέον δεν μπορούμε να κρυφτούμε. Το παράξενο όμως είναι πως δε λέει κάτι κι αυτό δίνει το έναυσμα στο μυαλό μας να φαντάζεται διάφορα. Άραγε να σκέφτεται πως ίσως έχει έρθει ο καιρός να προχωρήσει, άραγε να θέλει να δοκιμάσει κάτι μαζί μας;
Η φαντασία μας αρχίζει πάλι να τρέχει χωρίς φρένο, πιστεύοντας πως μας έχει δοθεί το πράσινο φως για τη διεκδίκηση. Μα σύντομα καταλαβαίνουμε πως ο άλλος δε συμμερίζεται την ίδια επιθυμία.
Και τότε είναι που μας πιάνει και εμάς το παράπονο. Χιλιάδες «γιατί» χορεύουν στο μυαλό μας. Γιατί να μην μπορούμε να έχουμε αυτόν τον άνθρωπο, γιατί να μην κάνει το βήμα μαζί μας, γιατί να σκέφτεται συνεχώς το εκείνο το άλλο άτομο. Γιατί να περνάμε ωραία μαζί του, γιατί να μη βάζουμε ένα φρένο σ’ αυτά που έχουμε αρχίσει να νιώθουμε. Και το πιο μεγάλο μας γιατί, γιατί να βρεθεί στο δρόμο μας αυτός αφού δεν μπορεί να γίνει κάτι.
Να το, έρχεται. Μας πλησιάζει, αρχίζουμε και το νιώθουμε. Το τέλος που δε θέλουμε να δώσουμε, μας έχει στήσει καρτέρι. Δεν τολμούμε όμως. Δε θέλουμε να τα παρατήσουμε. Κι ο διάβολος γελάει. «Τι να παρατήσεις ακριβώς; Δεν έχεις κάτι για να το παρατήσεις». Κι έχει δίκιο. Από πού να παραιτηθούμε; Από τις σκέψεις μας ή τις φαντασιώσεις μας;
Καταλαβαίνουμε πως έφτασε η ώρα να δώσουμε το τέλος που αρμόζει. Τα ποδάρια του διαβόλου όμως έρχονται για να μας βασανίσουν ξανά. Αυτή τη φορά όμως μας βάζει να παίξει η κασέτα με τις στιγμές που είχαμε με αυτό τον άνθρωπο. Τι στο διάολο γίνεται σκεφτόμαστε κι αμέσως αλλάζουμε ξανά γνώμη.
Περαστικά μας λοιπόν. Έχουμε δοθεί σε κάτι που δε μας ανήκει και δεν ξέρουμε αν θα γίνει και ποτέ δικό μας και δε δίνουμε ένα τέλος. Αφήνουμε τον χρόνο να κυλήσει κι ό,τι είναι να γίνει θα γίνει. Είτε θα γκρεμιστούμε είτε θα απογειωθούμε. Ποιος ξέρει όμως, ίσως στο μέλλον να αποφέρει καρπούς η υπομονή μας ή ίσως τελικά ξυπνήσουμε. Θα δείξει!
Επιμέλεια Κειμένου Μαρίας Τσίβικου: Πωλίνα Πανέρη