– Έχεις νταντά;

– Ναι. Εσύ;

– Όχι. Πως είναι η νταντά σου;

– Είναι καλή, είναι όμορφη και με αγαπάει πάρα πολύ, μου χτενίζει τα μαλλιά και βλέπουμε μαζί παιδικά. Πριν κοιμηθώ μου λέει παραμύθια και ότι στην ζωή υπάρχουν δράκοι και τέρατα που πρέπει να προσέχω.

– Η μαμά σου πως είναι;

«Την βλέπω πριν κοιμηθώ, και το πρωί πριν φύγει πάντα με φιλάει. Μιλάω με την μαμά στο τηλέφωνο κάθε μεσημέρι που μου ζητάει συγνώμη επειδή δεν προλαβαίνει να έρθει να με πάρει από το σχολείο. Η Νανά όμως μένει μαζί μου όλη την μέρα και κάθε Παρασκευή μου μαγειρεύει το αγαπημένο μου φαγητό. Φτιάχνουμε μαζί κουλουράκια και κέικ, και πάντα μου τραγουδάει το αγαπημένο μου τραγούδι. Μου λέει όμως ότι κάποτε θα μεγαλώσω και μπορεί να μην την θυμάμαι, καμιά φορά στεναχωριέται και αυτή όταν της λέω ότι δεν θέλω να φύγει ποτέ.
Αν φύγει θα κλαίω όλη την ώρα.

Οι γονείς μου έψαξαν πολύ για να βρουν την Νανά. Γιατί μου εξήγησαν ότι υπάρχουν και κακές νταντάδες που δεν προσέχουν τα παιδάκια, και αν και η Νανά δεν με πρόσεχε, έπρεπε να τους το πω αμέσως.

Η Νανά, έχει και αυτή παιδάκι, και το βλέπει κάθε βράδυ και κάθε πρωί, όπως η δικιά μου μαμά. Μου λέει ότι είναι πολύ όμορφο και ότι μας αγαπάει πολύ και τους δύο. Μπορεί να κάνουμε και παρέα ή να παίξουμε μπάλα καμιά φορά.

Αν είμαι λίγο άρρωστος μου κάνει γάλα με μέλι, και μου λέει ότι είναι το μαγικό σούπερ ρόφημα από την χώρα των μαγικών Νανάδων και ότι αν δεν το πιώ δεν θα γίνω καλά. Όταν είμαι άρρωστος η μαμά με παίρνει τηλέφωνο και με ρωτάει τι θέλω να μου φέρει το βράδυ όταν επιστρέψει από την δουλειά. Της λέω ότι θέλω να την δω, και ότι θα προσπαθήσω να κρατήσω τα μάτια μου ανοιχτά και να μην κοιμηθώ.»

Η Νανά λοιπόν, είναι εξέλιξη ενός φαινομένου το οποίο έχει ξεκινήσει από τις προϊστορικές κοινωνίες, ίσως και δεκάδες χιλιάδες χρόνια πριν.

Όταν κάποια άτομα ήταν άτεκνα ή ακατάλληλα για γονείς, αναλάμβαναν εξ ολοκλήρου την ανατροφή άλλων παιδιών. Ειδικά στις πλούσιες περιοχές ή σε βασίλεια η ύπαρξη των νταντάδων ήταν υποχρεωτική και δεδομένη.

Στις μέρες μας όμως, όπου για να συντηρηθεί μια μέση οικογένεια είναι απαραίτητο να εργάζονται και τα δύο μέλη, η αν είναι μονογονεϊκή οικογένεια, αν δεν υπάρχει κάποιο συγγενικό πρόσωπο που να μπορεί να βοηθήσει, να αναλάβει την φύλαξη του παιδιού, ανατρέχουν στην λύση της νταντάς.

Η νταντά, ή αλλιώς κουβερνάντα, έχει δύο ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, πρώτον την υποχρέωση να διατηρεί τα όρια και τους τύπους τόσο με το παιδί όσο με τους γονείς και δεύτερον, να βάζει φραγμούς στους συναισθηματισμούς της.

Να αποδέχεται δηλαδή το γεγονός ότι πρέπει να είναι απόλυτα συνειδητοποιημένη για τον ρόλο της, ότι είναι μια δεύτερη μαμά. Είτε αυτό σημαίνει ότι πρέπει να παίζει συνεχώς ανάμεσα σε λεπτά όρια, να κρατά τις ισορροπίες στο οικογενειακό περιβάλλον, είτε παράλληλα να τρέμει από φόβο μην πάθει τίποτα το παιδί, να το πονάει και να το αγαπάει σαν δικό της, αλλά να πρέπει να βάλει ένα όριο για να διατηρηθεί αυτή η ισορροπία.

Είναι απαραίτητο συχνά να υπενθυμίζει στον εαυτό της ότι δεν πρέπει να δένεται πολύ με το παιδί, καθώς από το πέρας μιας χρονικής περιόδου και μετά, όταν το παιδί μεγαλώσει, είναι υποχρεωμένη να το αφήσει.

Χρειάζεται να εκπαιδευτεί πάνω σε αυτό το κομμάτι, που είναι πολύ δύσκολο, εκεί φαίνεται και ο επαγγελματισμός της.

Πώς διαχειρίζεται την ανατροφή του παιδιού, την σχέση με την οικογένεια, και τέλος την καρδιά της. Είναι ζόρικο να μουδιάζεις τα συναισθήματα που σου προκαλεί η καθημερινή επαφή με ένα παιδί όταν είσαι εκεί στα πρώτα του βήματα, στους πρώτους προβληματισμούς, όταν είσαι εκεί για να του μάθεις τον κόσμο. Όταν παρατηρείς ότι η προσωπικότητα του διαμορφώνεται ως ένα μέρος από τα ερεθίσματα που του έχεις δώσει.

Είναι δύσκολο λοιπόν να είσαι μια δεύτερη μαμά με ημερομηνία λήξης.

 

Συντάκτης: Πέννυ Δημοπούλου