Απογοήτευση κι έρωτας δε γνωρίζονται ή προσποιούνται τους αγνώστους στις πρώτες φοβικές τους συναντήσεις. Ίσως κάποτε να είχαν ξαναβρεθεί, αλλά τότε είχαν ονοματίσει τη συνεύρεσή τους ατυχία και συνέχισαν με την ελπίδα πως δε θα διασταυρωθούν ξανά. Άλλωστε, αν έπρεπε να συνηθίσουν πως οι δρόμοι τους θα τους έβγαζαν πάντα σε κοινό τόπο, κάποιος απ’ τους δύο –και ξέρεις ποιος– θα έπρεπε να κλειστεί μια και καλή στο σπίτι του και να περιπέσει σε αχρησία.
Αλλά ερωτεύτηκε ξανά. Ξανά ή για πρώτη φορά. Έτσι κι αλλιώς κανείς δεν εξήγησε αν υπάρχει επαναληπτικότητα στον έρωτα ή κάθε επόμενος υποβιβάζει κάθε προηγούμενο. Ερωτεύτηκε και πίστεψε. Στην ιδέα της αιωνιότητας, στη δύναμη των δεσμών, στην καλή πρόθεση εκείνων στους οποίους κατέθετε κάτι απ’ την ψυχή του. Έπεισε τον εαυτό του με ένα «αξίζει», που συγκρουόταν με μια δράκα αμφιβολιών, κι αφέθηκε.
Κι απογοητεύτηκε ή τον απογοήτευσαν. Θα μου πεις, το ίδιο δεν είναι; Το ένα ρίχνει τη βαρύτητα στον θύτη και το άλλο στο θύμα. Και μέρες τώρα αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στα δύο. Να αναλάβει ευθύνες ή να ζητήσει τα χρωστούμενα; Να αναγνωρίσει δικά του σφάλματα ή να βολευτεί σε εγωισμούς;
Ο απογοητευμένος ερωτευμένος αγαπά και μισεί σε μια περίεργη ανάμειξη των δύο. Αγαπά με μίσος και μισεί από αγάπη. Ένα κουβάρι οι σκέψεις που θολώνουν τις επιλογές του. Πηγαινοέρχεται ανάμεσα σε φυγές και γυρισμούς αναζητώντας σε ένα απ’ αυτά τη σωτηρία, μα κάθε φορά ξενερωμένος κι απελπισμένος παρασύρεται απ’ το άλλο.
Έπρεπε να το ‘χε προλάβει. Έπρεπε να είχε προσπαθήσει περισσότερο. Έπρεπε να ‘χε φροντίσει κυρίως το μέσα του. Έπρεπε να ‘χε διαβάσει ορθότερα τις ενδείξεις. Έπρεπε να ‘χε παραστρατήσει, όταν είχε την ευκαιρία. Άλλωστε πού τον έβγαλε η τόση του προσήλωση και καλοσύνη; Έπρεπε να τον είχαν πονηρέψει τα ψιθυρίσματα του κόσμου. Έπρεπε να είχε συγκρατήσει τα βαριά του λόγια. Έπρεπε να είχε δώσει ακόμα κάτι.
Πρέπει να βρει νέες ασχολίες. Πρέπει να κοιτάξει το μέλλον του. Πρέπει να διορθώσει τα λάθη. Πρέπει να παρακαλέσει. Πρέπει να ζητήσει συγγνώμη. Πρέπει να ξεσπάσει. Πρέπει να βρεθεί μια λύση. Δεν αντέχει. Αλλά του αξίζει κάτι καλύτερο. Δεν μπορεί να ζήσει μακριά του. Αλλά δε λειτουργεί και το μαζί του. Αν τον αφήσει, θα τον χάσει; Αν τον κρατήσει, θα δυστυχήσει;
Παρανοεί. Ένα πλήθος μιλά και παραμιλά μες στο κεφάλι του. Χωρίς συνοχή, χωρίς νόημα. Γιατί δε βολεύει να καταλήξει κάπου. Τα συμπεράσματα κλειδώνουν επικίνδυνα και δεν έχουν γυρισμό. Θέλει να αφήνει όλα τα ενδεχόμενα ανοιχτά, για να μπορεί να τρυπώσει κάπου, οπουδήποτε.
Και δεν ξέρει πια αν αγαπά ή αν μισεί. Δεν ξέρει ποιο υπερισχύει μέσα του. Θέλει να ‘ναι όλα ένα όνειρο που θα τον βρει να ξυπνά στην πραγματικότητα όπως την είχε πριν ξεγλιστρήσει μες απ’ τα χέρια του, μπροστά στα μάτια του. Παίρνει φίλους και γνωστούς για να επιβεβαιώσει τις κατηγορίες ή για να διαψεύσει τις φοβίες, τη στιγμή που νιώθει πως έχει μείνει να παλεύει μόνος. Και τίποτα δεν ταρακουνιέται, όσο κι αν πασχίζει να δώσει παλμό σε αυτό που αργοπέθανε.
«Έτσι είναι αυτά» του είπε κάποιος, και μετά σιωπή. Ποια είναι έτσι; Ότι οι άνθρωποι εκμεταλλεύονται αδυναμίες; Ότι δίνει τα πάντα και βγαίνουν πάλι λίγα στην καταμέτρηση; Ότι του τάζουν κι αθετούν τις υποσχέσεις σαν να ήταν αδιάφορης σημασίας; Ότι πρέπει να ξεχάσει αυτόν που ακόμα καλά-καλά δεν πρόλαβε να γνωρίσει; Ότι δεν του ανήκει, τελικά, τίποτα και δεν ανήκει κι αυτός πουθενά; Ότι όλα έρχονται και παρέρχονται; Ότι κάνει πάντα τα ίδια λάθη;
Ένα «γιατί;» ξεγλιστρά με κλάματα στο ντους. Ένα άλλο στο κρεβάτι μέσα σε εφιάλτη. Ένα ακόμα πάνω απ’ το τηλέφωνο σε μια ακόμα κλήση που έμεινε αναπάντητη. Πήρε να πει «σ’ αγαπώ» και κατεβάζοντας το ακουστικό ένα «σε μισώ» με γροθιά χώθηκε στο μαξιλάρι. Αν πάρει πίσω, ποιο θα υπερισχύσει άραγε; Μπορεί και να μην το μάθει ποτέ.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη