Φυγή. Τέσσερα γράμματα, δυο συλλαβές όλες κι όλες για να χωρέσουν μια έννοια που μερικές φορές δε χώρεσε ούτε ο νους μας. Φεύγεις. Από πού; Για πού; Σε έδιωξαν ή αυτο-εκδιώχθηκες; Γιατί; Φοβήθηκες ή σε φόβισαν; Σε άφησαν ή δεν τους έδωσες ποτέ άλλη επιλογή; Ήταν η σωτηρία σου ή η εύκολη λύση; Σε καταδίωξαν άνθρωποι ή σκέψεις; Έδωσες χρόνο ή απλώς έδωσες τέλος; Ήταν πρώτη φορά ή φεύγεις πάντα από εκεί που δεν μπορείς να κρατηθείς;

Τους άκουσες να λένε «τάσεις φυγής». Το ‘χεις σκεφτεί κι εσύ καμιά φορά για τον εαυτό σου. Αυτή την ταμπέλα πήγες και κόλλησες σε εκείνο το πνίξιμο που ένιωθες πάντα, σε εκείνη την ανυπόφορη αγανάκτηση, σε εκείνο το μυαλό σου, που πάντα έτρεχε πιο γρήγορα απ’ το σώμα σου και σε παρέσερνε μαζί του. Τους άκουσες να λένε ότι δε βάζεις άγκυρες, για να ‘χεις την επιλογή να φεύγεις. Σου φάνηκε πως υπονόησαν πως το κάνεις κέφι, πως το διαλέγεις, πως εσύ από αυτό με κάποιον τρόπο επωφελείσαι.

Και δε σε ρώτησαν ποτέ αν είχες άλλη δυνατότητα, παρά να μαζέψεις ό,τι σου απέμεινε και να τραβήξεις πίσω σου την πόρτα. Δεν μπήκαν στον κόπο να σκεφτούν, πόσες φορές το ‘χες ανάγκη και στο παρελθόν και πόσες το ‘χες καταπολεμήσει, γιατί ήθελες να νομίζεις πως ανήκες πλάι τους.

Πες τους, λοιπόν, πως η φυγή δεν είναι πάντα τάση. Μερικές φορές είναι η μόνη επιλογή. Όταν τα έχεις παλέψει όλα κι έχεις νικηθεί απ’ αυτά, όταν έχεις δοκιμάσεις να αλλάξεις μέχρι και τον εαυτό σου, μήπως κι αλλάξεις τη μοίρα σου, όταν ό,τι θέλησες φάνηκε να μην ήθελε ποτέ να σου δοθεί, τότε τι μένει να κάνεις;  Όταν έχεις αδειάσει απ’ αυτό που θα ‘πρεπε να σε γεμίζει κι έχεις αρχίσει να μη γνωρίζεις ούτε κι εσύ τον άνθρωπο που έχεις καταντήσει να είσαι, τότε μήπως  πρέπει να δεχθείς πως έχασες  πριν να χαθείς εντελώς;

Και σε κατηγόρησαν, γιατί έφυγες σαν κυνηγημένος. Γιατί μια μέρα δραπέτευσες, χωρίς εξηγήσεις, χωρίς απολογίες, χωρίς τα «έφταιξες», τα «έκανες λάθος», τα «δεν άξιζες», τα «μακάρι να μη σε είχα γνωρίσει ποτέ». Γιατί τα παράτησες όλα όπως ήταν πια φτασμένα στον πάτο κι ανέβηκες απεγνωσμένα στην επιφάνεια για μια σωτήρια ανάσα.

Πόσες εξηγήσεις, όμως, είχες δώσει και πόσες είχες πάρει μέχρι εκείνη τη στιγμή; Αυτό το σκέφτηκαν; Πόσες απολογίες που τάχα δικαιολόγησαν επαναλαμβανόμενα σφάλματα; Σε πόσα «έφταιξες» και κυρίως σε πόσα «έφταιξα» πάλεψες να χωρέσεις αυτά που παρέμεναν πάντα αδιόρθωτα;  Πόσα μέτρησες για λάθη σου, ανεξαρτήτως αν ποτέ υπήρξαν στ’ αλήθεια, απλά γιατί ήθελες να προσπεραστούν και να είστε και πάλι αγαπημένοι;

Δεν έφυγες τόσο απλά όσο ήθελαν να νομίζουν. Απλά σου τελείωνε ο χρόνος και μαζί του κι οι αντοχές σου. Οι λογαριασμοί σου με το τι πήρες, τι έδωσες, σε τι αξία και με τι κόστος, έπρεπε απλά να κλείσουν μια για πάντα, ξοφλημένοι μεν, όχι δίκαια μοιρασμένοι δε. Γιατί δε σε ένοιαζε να βρεις το δίκιο σου. Ήθελες απλά να βρεις τον εαυτό σου.

Κι εξαφανίστηκες. Με ένα σύντομο μήνυμα, μια ολιγόλεπτη κλήση, μια τελευταία σύντομη συνάντηση και με εκείνο το «αντίο» που ποτέ τους δεν πίστεψαν ότι εννοούσες. Με εκείνο το «αντίο» που νόμιζες πως ποτέ δε θα έβρισκες τη δύναμη να πεις. Με τα ρούχα σου στο χέρι ή παρατημένα στα συρτάρια τους. Με τον αριθμό τους στο κινητό σου αποθηκευμένο ακόμα με εκείνον τον ολόδικό σας χαρακτηρισμό. Με τη μυρωδιά τους κολλημένη στο σώμα σου και τη δύναμη τη συνήθειας κολλημένη στο μυαλό σου.

Κι είπαν κι άλλα. Και μάλιστα υπονόησαν ακόμη περισσότερα. Αλλά τους άφησες να λένε και να νομίζουν ό,τι θέλουν, γιατί στο κάτω-κάτω κανείς δεν ξέρει καλύτερα από εκείνον που έφυγε, πόσο θα ‘θελε, ρε γαμώτο, να μπορούσε να ‘χε μείνει!

 

Συντάκτης: Εβίτα Λυκούδη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη