Έρωτας. Παιχνίδι για δύο. Για δύο ανθρώπους με φαινομενικά ίσες πιθανότητες επιτυχίας ή αποτυχίας. Άλλωστε, ποιος ορίζει τα στατιστικά στον έρωτα; Ίσως μόνο εκείνοι που παίζουν στο παιχνίδι αυτό να μπορούν πραγματικά να διαισθανθούν το τελικό αποτέλεσμα. Αν και στον έρωτα όλα τα αποτελέσματα είναι πιθανά, εκτός από ένα: στον έρωτα δεν μπορεί να υπάρξει ένας νικητής. Ή θα κερδίσουμε μαζί ή θα χάσουμε μαζί ή θα χάσει ένας. Γιατί ακόμα κι όταν ο ένας χάνει, στον έρωτα, ο άλλος δε θεωρείται νικητής. Γιατί ποια νίκη είναι αυτή που σε βρίσκει τελικά κι εσένα μόνο;
Άρα ή εξίσου νικητές ή λιγότερο και περισσότερο χαμένοι. Λιγότερο και περισσότερο πληγωμένοι. Εμείς για νίκη το πηγαίναμε. Έτσι νιώσαμε απ’ την πρώτη στιγμή που κοιταχτήκαμε. Δεν υπήρχαν εναλλακτικές για εμάς. Δε χρειάστηκαν αμυντικά κι επιθετικά συστήματα. Δε χρειάστηκε προπονητής να μας καθοδηγεί και διαιτητής να μας επιβλέπει. Τα καταφέρναμε, σαν να ξέραμε από πάντα να παίζουμε μαζί. Ήμασταν αυτό που χαρακτηρίσαμε, πριν καν να το συνειδητοποιήσουμε, ως το άλλο μας μισό.
Για εμάς δεν υπήρχε χρονόμετρο. Θέλαμε να είμαστε ομάδα, να είμαστε ένα, μέχρι ο Θεός, η μοίρα, η τύχη να μας στερήσουν τις ανάσες. Δε νιώθαμε κούραση. Ούτε ποτέ χρειαστήκαμε διαλείμματα. Ξέρουμε καλά πως υπήρξαν διαφωνίες, αλλά δε θα εγκαταλείπαμε ποτέ. Το είχαμε ορκιστεί ένα βράδυ μπλέκοντας τα μικρά δάχτυλα των χεριών μας, με εκείνη την κίνηση που μας είχε φανεί τόσο παιδιάστικη, μα τόσο όμορφη.
Μόνο που η υπόσχεση αποδείχτηκε σκάρτη. Από κοινού. Κάπου το χάσαμε και μέναμε να παίζουμε ένα παιχνίδι που μας ήταν αδιάφορο. Ίσως από συνήθεια, ίσως από ανάγκη, ίσως από αδυναμία να σφυρίξουμε τη λήξη. Ο άπειρος χρόνος είχε πλέον γίνει αντίστροφη μέτρηση κι εμείς φορτωθήκαμε το ένα φάουλ πίσω απ’ το άλλο. Κανένας συγχρονισμός. Δυο αγρίμια στο ίδιο κλουβί με παρορμητικές διαθέσεις και σπασμωδικές αντιδράσεις.
Φτάσαμε να ξεσπάμε ο ένας στον άλλο, με χίλιες δυο αλληλοκατηγορίες να φορτίζουν όλο και περισσότερο την ατμόσφαιρα. Πόσες φορές βρεθήκαμε σε θέση για πέναλτι; Ως αντίπαλοι πλέον, αντικριστά, ανταλλάξαμε βλέμματα που μας στοιχειώνουν ακόμα. Θέλαμε να κερδίσουμε ή δε θέλαμε να χάσουμε; Τι φοβόμασταν; Μήπως άραγε δεν ήμασταν ήδη κι οι δυο χαμένοι;
Γιατί δεν το λήξαμε στο 90’; Δεν υπήρχε νικητής και κανείς μας δεν μπόρεσε να δεχτεί αυτό το αποτέλεσμα. Πλέον δεν αγωνιζόμασταν ο ένας για την ευτυχία του άλλου. Πλέον έπρεπε να ξεκαθαριστεί ποιος θα έφευγε από αυτό το παιχνίδι περισσότερο λαβωμένος. Μακάρι να το είχαμε λήξει τότε. Πριν να γίνει ο ένας για τον άλλον το χειρότερό του παρελθόν. Πριν να ξεφτιλίσουμε αυτό που κάποτε είχαμε το θράσος εμείς οι δύο να θεωρήσουμε έρωτα.
Δώσαμε παράταση, τάχα μου, για να τα βρούμε. Κανείς μας δεν είχε καν την ψευδαίσθηση πως θα τα καταφέρναμε. Ξέραμε κι οι δυο πως παρατείναμε μια μάχη που στο τέλος θα μας έβρισκε και τους δυο ξεψυχισμένους να μαζεύουμε τα κομμάτια μας και να πηγαίνουμε παρακάτω. Άλλωστε, τι να σώζαμε; Πώς να ξαναγινόμασταν ο ένας για τον άλλο αυτό που ήμασταν κάποτε, όταν είχαν μεσολαβήσει τόσες πράξεις μίσους και τόσα λόγια απέχθειας;
Και κάπως έτσι, εμείς οι δυο χάσαμε στην παράταση. Κι οι δυο, όχι ένας. Χάσαμε το μέσα μας. Χάσαμε τον εαυτό μας. Χάσαμε τις αναμνήσεις που θα μπορούσαμε να είχαμε κρατήσει, αν είχαμε φύγει ισόπαλοι, ισόποσα χαμένοι, πριν επιδιώξουμε το ακατόρθωτο. Ίσως χάσαμε και την ελπίδα, έστω την ελάχιστη πιθανότητα, κάποτε η κλήρωση της ζωής να μας ξαναέβγαζε συμπαίχτες σε ένα καινούργιο παιχνίδι, σε έναν ανανεωμένο, ωριμότερο έρωτα.
Κοίτα τώρα. Για εμάς δεν υπάρχει παρόν, δεν υπάρχει παρελθόν, δεν υπάρχει μέλλον. Ήμασταν αυτό που ευχόμαστε να μην είχε υπάρξει ποτέ. Είμαστε αυτό που μας πνίγει κάθε φορά που κάπως το βρίσκουμε μπροστά μας. Και θα είμαστε αυτό που θα μας κάνει μάλλον λίγο χειρότερους την επόμενη φορά που θα ερωτευτούμε. Λίγο λιγότερο αυθόρμητους, λίγο περισσότερο ψυχικά και πνευματικά κουρασμένους.
Γιατί όσο κι αν ίσως θα το θέλαμε, στον δικό μας έρωτα δεν υπάρχει επαναληπτικό παιχνίδι. Ό,τι ζήσαμε, ζήσαμε κι ό,τι καταφέραμε, καταφέραμε.
Τίποτα δεν αναβλήθηκε. Όλα απλώς έληξαν.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη