Οι πιθανότητες δεν ήταν ποτέ υπέρ της ευτυχίας. Εύκολα ο άνθρωπος παραδόθηκε στα «δεν» και στα «όχι», για να δικαιολογήσει τις αδυναμίες του. Είπε την ηττοπάθεια αυτογνωσία και βόλεψε τη συνείδησή του σε ενοχικά αιτιολογημένες ανικανότητες. Και μετά γενικολόγησε κιόλας, για να κρυφτεί πίσω απ’ την ανημπόρια των άλλων.

Τα «δεν μπορώ» έγιναν γρήγορα «ούτε εσύ δεν μπορείς» και στα «δε γίνεται» πνίγηκαν άνθρωποι, βουλήσεις, επιθυμίες κι όνειρα. Κι όταν κάποιοι αποδείχθηκαν δεινοί κολυμβητές και βρήκαν το θάρρος να γίνουν οι εξαιρέσεις στους κανόνες του, μετατράπηκε σε άγριο θηρίο.

Επινοήθηκε χίλιους-δυο λόγους, για να στερήσει την ευτυχία από αυτούς που φάνηκαν ικανοί να την κυνηγήσουν με κάθε κόστος και κάθε θυσία. Έβαλε λόγια σε εκείνους και σε τρίτους, πλέκοντας αριστοτεχνικά τον ιστό  του γύρω απ’ τα αντικείμενα του φθόνου του. Έτσι είναι ο άνθρωπος. Βολεύεται γρήγορα σε όσα δεν μπορεί να έχει, αρκεί να μην τα έχει και κανένας άλλος. Με κουτσομπολιά, λογοκρισία και ψυχολογικό πόλεμο κλέβει λίγη κι άλλη λίγη απ’ τη δύναμη εκείνων που διάλεξαν να παλέψουν αντί να συμβιβαστούν. Υπάρχει, όμως, μια δύναμη που δεν κλέβεται, δε μειώνεται, δεν υποκύπτει και δεν παραδίνεται, όταν είναι αληθινή. Λέγεται αγάπη.

Κι εμείς αγαπιόμαστε. Και δε μας νοιάζει ποιος λέει, τι λέει, γιατί το λέει. Δε μας νοιάζει αν ο κόσμος συμφωνεί ή διαφωνεί, αν εγκρίνει ή κατακρίνει. Τα λάθη μας και τα σωστά μας είναι όλα δικά μας. Όλοι εκείνοι οι τρίτοι που συνοδεύουν την κριτική τους με εκείνα τα «για το καλό σου το λέω», είναι καιρός να μάθουν πως το καλό μας ή το κακό μας στη ζωή πρέπει να το προκαλούμε μόνο εμείς. Δε θα διαλέξουμε να μην αγαπηθούμε, επειδή μπορεί να πληγωθούμε. Είναι σαν να διαλέγουμε να μη ζήσουμε, επειδή κάποτε θα πεθάνουμε.

Εμείς αγαπιόμαστε. Κι αυτό είναι ευτυχία. Είμαστε ευτυχισμένοι, γιατί στην άλλη άκρη του κρεβατιού ή στην άλλη άκρη του δωματίου ή στην άλλη άκρη του τηλεφώνου βρίσκεται ένα κομμάτι από εμάς . Είμαστε ευτυχισμένοι, γιατί υπάρχει κάτι να μας ενώνει μετά και πέρα από κάθε θυμό και τσακωμό. Γεφυρώσαμε τα ίδια μας κι επενδύσαμε στα διαφορετικά μας.

Δεν είμαστε τέλειοι κι ούτε ιδανικά πλασμένοι. Είμαστε «εμείς». Και σε αυτό το «εμείς» δε χωράει η βούληση του κόσμου. Αν αυτό το «εμείς» θα μας θρέψει ή μας καταστρέψει, θα το δείξει ο χρόνος. Και μέχρι ο χρόνος να ικανοποιήσει τις κακοήθεις προβλέψεις του κόσμου, θα είμαστε ό,τι καλύτερο μας έχει συμβεί.

Ναι, ξέρουμε. Ο κόσμος φοβάται τις μεγάλες κουβέντες. Όμως ο κόσμος φοβάται τις μεγάλες κουβέντες, γιατί δεν ταιριάζουν στις μικρότητες που στρίμωξε τη ζωή του. Ταμπέλες στους ρεαλιστές, ταμπέλες και στους ονειροπόλους. Δεν κατάφερε ο άνθρωπος να χωρέσει τα όνειρα στη ζωή και τα  ξεχώρισε όπως-όπως. Κι όπου τα βλέπει να πραγματοποιούνται, τα χαρακτηρίζει «βιτρίνα», για να επιβεβαιωθεί πως από πίσω κρύβεται μια σκληρή πραγματικότητα.

Εμείς αγαπιόμαστε. Και δεν υπάρχει πίσω από αυτή την πραγματικότητα τίποτα πιο σκληρό απ’ την ίδια τη γνώμη του κόσμου. Όλα μας αγγίζουν. Κρίση, ανεργία, χρέη, υποχρεώσεις στις οποίες δεν μπορούμε να αντεπεξέλθουμε, σχέδια που δεν μπορούμε να εκπληρώσουμε. Αλλά και στην κρίση και στην ανεργία και στα χρέη, σε όλα είμαστε μαζί. Από μια τυχαία γνωριμία φτιάξαμε μια αγάπη κι εκείνη αντέχει, όταν εμείς θέλουμε απλά να εγκαταλείψουμε.

Δεν είμαστε πρίγκιπες και δε ζούμε σε κανένα καλογραμμένο παραμύθι. Αλλά βρήκαμε αυτό που έχουν τα παραμύθια. Αγάπη και καλό τέλος. Ποιο είναι το τέλος; Καλό τέλος είναι κάθε βράδυ που ξαπλώνουμε σε χέρια γνώριμα, ζεστά, δικά μας, ολόδικά μας. Κοιμόμαστε αγαπημένοι, για να ξυπνήσουμε και να αγαπήσουμε και να αγαπηθούμε ακόμα περισσότερο.

Αγαπιόμαστε. Και κάνουμε υποχωρήσεις, θυσίες, προβληματιζόμαστε, μαλώνουμε, πληγωνόμαστε και πληγώνουμε. Και τα ξεπερνάμε όλα, γιατί αξίζει. Γιατί αυτό θεωρούμε ότι αξίζουμε εμείς. Αν θέλαμε την εύκολη λύση, την ξέρουμε. Έχει οκτώ γράμματα και θα μας πάρει λιγότερο από ένα δευτερόλεπτο να την ξεστομίσουμε: χωρισμός. Κι ο κόσμος θα επιδοθεί περήφανα σε εκείνα τα «τα ‘λεγα ‘γω».  Όμως ξέρεις κάτι; Εμείς για όσο το θέλουμε θα είμαστε μαζί! Πάντα έλεγαν, λένε, και θα λένε. Ασ’ τους να λένε!

 

Συντάκτης: Εβίτα Λυκούδη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη