Βράδια, φώτα, σχεδόν άδειοι οι δρόμοι. Κάτι τελευταίοι ξενύχτες, κάτι απελπισμένοι καψούρηδες, κάτι ταλαιπωρημένοι εργαζόμενοι κι εμείς. Εγώ κι εσύ. Εσύ κι εγώ. Δυο ερωτευμένοι που παλεύουν κόντρα στον χρόνο, που δε μας φτάνει, και κόντρα στο χώρο που μας εγκλωβίζει. Εσύ να οδηγείς κι εγώ δίπλα σου, όπως πάντα, όπως μ’ αρέσει.
Τα παράθυρα στ’ αυτοκίνητο μισάνοιχτα. Εγώ να μισοκλείνω τα μάτια μου που δακρύζουν απ’ τον παγωμένο αέρα κι εσύ να πατάς το γκάζι λίγο κι άλλο λίγο προσπαθώντας να μας πας όσο πιο μακριά γίνεται, προσπαθώντας να μας φτάσεις στην άκρη του κόσμου, ξεπερνώντας κάθε απότομο εμπόδιο, κάθε άξαφνη στροφή και προσπερνώντας όλους εκείνους που διάλεξαν κι απόψε να πάνε αργά.
Το φοβάσαι το αργά. Γιατί μπορεί να μην προλάβεις, γιατί μπορεί να καθυστερήσεις κι ό,τι έχουμε να χαθεί επειδή ξεμάκρυνε, επειδή εμείς αφεθήκαμε κι αυτό μας άφησε. Το ένα χέρι σου στο τιμόνι, να κρατάει σταθερά την πορεία μας, το άλλο χέρι σου στις ταχύτητες, έτοιμο να προσαρμοστεί στις ανάγκες της στιγμής και τα μάτια σου μία να κοιτούν ευθεία, σε όλα αυτά που κυνηγάμε να φτάσουμε και μία να κοιτούν στον καθρέφτη όλα αυτά που αφήνουμε πίσω μας.
Απ’ τα ηχεία ακούγονται εκείνα τα δικά μας τραγούδια που τα ξέρουμε κι οι δυο πια απ’ έξω κι ανακατωτά και που τα ψιθυρίζουμε κάθε τόσο, γιατί τα νιώσαμε ή τα νιώθουμε, γιατί μας θυμίζουν πού ήμασταν, πού είμαστε και πού θέλουμε να πάμε, γιατί οι στίχοι τους είμαστε εμείς.
Αφήνω το βλέμμα μου να πλανιέται στα φώτα που προσπερνάμε, στα δέντρα, στα σπίτια, στο φεγγάρι που κι απόψε μας ακολουθεί. Τα μαλλιά μου ανεμίζουν αφημένα στη θέληση του αέρα και καθόλου δεν με νοιάζει. Γυρνάω και σε χαζεύω. Είσαι εδώ κι αυτό μόνο με νοιάζει. Και ξέρεις τι βλέπω σε σένα τώρα που οδηγείς; Βλέπω έναν άνθρωπο σίγουρο, έναν άνθρωπο που για τα «θέλω» του είναι διατεθειμένος για κάθε ταξίδι, για κάθε διαδρομή και δε διστάζει. Πάει εκείνος σε αυτά που άλλοι απλά περιμένουν να έρθουν.
Όταν οδηγείς, απλά αφήνομαι. Δε ρωτάω ποτέ πού πάμε, γιατί ποτέ δεν είχε σημασία. Υπάρχει άραγε μέρος που μαζί σου δε θα είναι ωραίο; Μπορεί και να έχω πια τρελαθεί που στα χέρια σου έχω αφήσει την ίδια μου τη ζωή, αλλά στ’ αλήθεια τρελό δεν είναι που μπήκα στο αυτοκίνητό σου, τρελό είναι που εσύ μπήκες στην καρδιά μου. Κι αυτό είναι το πιο επικίνδυνο απ’ όλα, αλλά ό,τι είναι να γίνει, θα γίνει. Ό,τι είναι να γίνει, ας γίνει.
Δε νυστάζω. Κανένα όνειρο δε θα είναι πιο ωραίο από αυτό που ζούμε τώρα, γι’ αυτό και μένω ξύπνια. Πού και πού μόνο απλώνω το χέρι μου, σε αγγίζω και για λίγο κλείνω τα μάτια μου και παίρνω βαθιές ανάσες, απ’ αυτές που σημαίνουν ανακούφιση, απ’ αυτές που σημαίνουν έρωτα, απ’ αυτές που σημαίνουν ευγνωμοσύνη. Θέλω να τα ξέρεις όλα, ακόμη κι αυτά που δεν έχω λόγια για να στα περιγράψω, γιατί τα κέρδισες, γιατί τα αξίζεις.
Ας μην ξημερώσει. Πήγαινε προς τη δύση, τρέξε να φύγουμε απ’ τον ήλιο, γιατί το αποψινό θέλω να κρατήσει. Πιο πολύ γκάζι εσύ, πιο πολλούς χτύπους η καρδιά μου εμένα. «Μην τρέχεις», θα ψελλίσω μέσα απ’ τα δόντια μου, μα εσύ θα το ακούσεις και θα το αφήσεις για λίγο το γκάζι, γιατί με ξέρεις, γιατί είναι εκείνες οι φορές που φοβάμαι, που τρέχεις πιο πολύ απ’ όσο προλαβαίνω να σε φτάσω. Αλλά έτσι είσαι κι έτσι σε θέλω. Κι όπου έχουμε ήδη πάει το χρωστάω στο θάρρος σου.
Λεωφόροι, στενά, γκρεμοί, πεδιάδες. Δε θα ‘ναι εύκολος ο δρόμος, όπως δεν ήταν ποτέ και το ξέρω καλά, αλλά η θέση μου είναι εδώ. Φόρεσα κι απόψε τη ζώνη μου, για εκείνους τους τελευταίους δισταγμούς κι εκείνες τις τελευταίες ανασφάλειες, αλλά δεν έφυγα και δε σκοπεύω να φύγω για όσο οδηγείς. Μόνο ας μη βγούμε σε αδιέξοδο, σε παρακαλώ…
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη