Μεγαλώνεις. Μετράς χρόνια κι αποστάσεις. Μετράς φθορές. Συναισθηματικές και σωματικές. Απώλειες και προσθήκες. Κιλών, ανθρώπων, ρυτίδων. Πιάνεις τον εαυτό σου να φοβάται, όταν θέτει ερωτήσεις στο άγνωστο μέλλον. «Πώς θα είμαι; Πόσο θα απέχω απ’ την εικόνα της νεότητας; Πόσα θα μπορώ; Πόσα θα στερηθώ; Πόσα θα αλλάξουν, όταν αλλάξω εγώ;»
Κι ο χρόνος τρέχει αδιάφορος. Και τα σημάδια εμφανίζονται ένα-ένα. Πανάδες, χαλάρωση, ραγάδες, λευκά μαλλιά. Και δεν ανεβαίνουν χωρίς λαχάνιασμα τα σκαλιά. Και δεν αντέχονται τα απανωτά ξενύχτια. Κι οι εξετάσεις γεμίζουν με προειδοποιητικούς αριθμούς. Κι αρχίζουν οι περιορισμοί. Οφείλεις να προσέχεις αυτά που μέχρι πρότινος ήταν άφθονα.
Λένε πως φοβάσαι τον θάνατο. Μα κάνουν λάθος. Δε φοβάσαι αυτά που θα φύγουν, χωρίς ποτέ να το καταλάβεις. Φοβάσαι αυτά που θα ζήσεις για να τα δεις να χάνονται. Δυνατότητες που θα γίνουν ανικανότητες σε ένα διάστημα που κοιτάζοντας πίσω θα μοιάζει με ένα ανοιγόκλειμα των βλεφάρων σου.
Δε θες να ζήσεις πολύ. Θες να ζήσεις πολλά και καλά. Δε θες να ‘σαι εκείνος ο ανήμπορος άνθρωπος που θα φτάσει τα εκατό. Θες να ‘σαι εκείνος ο άνθρωπος που τα γενέθλιά του τα γιόρταζε πάντα όρθιος. Αλλά πότε, στ’ αλήθεια, η μοίρα υπάκουσε στις θελήσεις;
Τα νιάτα συνδυάζονται με το καθόλα εφικτό. Γιατί όλα γίνονται ή –τουλάχιστον– έχεις τη δύναμη και το περιθώριο να τα κάνεις να γίνουν. Επιβάλλεσαι στους κανόνες μιας πραγματικότητας που μοιάζει ανατρέψιμη κι αναστρέψιμη.
Τι συμβαίνει, όμως, όταν δεν μπορείς να νικήσεις τη φύση; Όταν γυμνάζεσαι με τις ώρες, αλλά το σώμα δεν υπακούει; Όταν προσέχεις τη διατροφή σου, αλλά οι αριθμοί δε βελτιώνονται; Όταν η κόπωση σού στερεί στιγμές; Φοβάσαι. Φοβάσαι πόσο χειρότερα μπορεί να γίνουν τα πράγματα.
Κι οι απολογισμοί βγαίνουν λειψοί. Έπρεπε να είχες κάνει περισσότερα, όταν μπορούσες. Έπρεπε να είχες γλυτώσει αυτά που σήμερα δεν ανατρέπονται. Κοιτάς τον καθρέφτη και πια δεν απορείς. Πια ξέρεις. «Καθρέφτη, καθρεφτάκι μου, φοβάμαι τα γηρατειά.»
Φοβάμαι ότι θα χρειάζομαι καρέκλα όπου βρεθώ. Φοβάμαι ότι δε θα μου επιτρέπεται να οδηγάω. Φοβάμαι ότι η μέση μου θα με κρατά παραπάνω απ’ όσο αντέχω στο κρεβάτι. Φοβάμαι ότι με χάπια θα υποστηρίζω την ύπαρξή μου. Φοβάμαι ότι θα επιβαρύνω τα παιδιά μου. Φοβάμαι ότι θα βρεθώ σε κάποιο νοσοκομείο. Φοβάμαι ότι θα μείνω μόνος, ανήμπορος κι αβοήθητος.
Κι ο καθρέφτης χρειάστηκε μερικά δευτερόλεπτα σιωπής κι ύστερα αποκρίθηκε. Η ευτυχία βιώνεται κι αν είσαι καθιστός. Η ευτυχία θα μάθει να ‘ρχεται αυτή σε ‘σένα, όταν δε θα μπορείς να πας εσύ σε αυτή. Θα ‘ναι εκείνος ο γείτονας που θα ‘ρθει στο μπαλκόνι σου για καφέ, εκείνο το εγγόνι που θα χωθεί στο κρεβάτι σου για παραμύθια. Και δεν είναι επιβάρυνση να σου δίνουν πίσω τη φροντίδα και την αγάπη που για χρόνια προσέφερες εσύ.
Και μην απαισιοδοξείς. Στα νοσοκομεία δε ζει ο θάνατος. Ζει η ελπίδα πως η γνώση θα νικήσει τα τραύματα. Όσο για το μόνος, για το ανήμπορος και για το αβοήθητος, πράγματι, είναι σενάρια μιας ζωής που μπορεί και να εξελιχθεί κάπως έτσι. Αλλά έχεις χρόνια ακόμα να κάνεις ό,τι καλύτερο μπορείς για να διασφαλίσεις πως κάποιος ή κάποιοι θα ‘ναι πάντα δίπλα σου.
Κι ο καθρέφτης συνέχισε. Το γήρας δεν είναι κατάντια. Είναι οι ρυτίδες, γιατί κάποτε γέλασες πολύ, έκλαψες πολύ, κόπιασες πολύ. Είναι το λίπος που δεν υποχωρεί, γιατί κάποτε γλέντησες τρώγοντας με φίλους, έγινες μάνα. Είναι τα γόνατα που πονάνε, γιατί κάποτε σεργιανούσες τον κόσμο με τα πόδια. Είναι η καρδιά που χάνει πού και πού τον σταθερό ρυθμό της, γιατί για χρόνια άντεχε ξαφνικές λύπες και ξέφρενες χαρές.
Τα γηρατειά δε δείχνουν αυτά που δεν μπορείς να κάνεις, αλλά αυτά που έχεις ήδη καταφέρει να κάνεις. Κι όταν θα φτάσεις εκεί, να ξέρεις πως θα νιώθεις γεμάτος από αυτά που πέρασαν κι όχι άδειος από αυτά που δε θα ‘ρθουν.
Γι’ αυτό μη φοβάσαι. Και να θυμάσαι πως τίποτα δεν είναι ομορφότερο από έναν άνθρωπο που με το σώμα αποδεικνύει πως έχει βιώσει πολλά και με τα μάτια πως ακόμα διατηρεί ατόφια καλοσύνη μέσα του.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη