Γιατί κάνεις όλα όσα δε θες και δεν κάνεις όλα όσα θες; Έχεις αναρωτηθεί ποτέ; Γιατί αλλού θες να πας, αλλού είσαι κι αλλού φτάνεις; Γιατί άλλα λες, αλλά εννοείς κι άλλα υποκρύπτεις; Γιατί υποκρίνεσαι, γιατί υπεκφεύγεις, γιατί επιτίθεσαι; Πού είδες το πεδίο μάχης; Γιατί ακούς μόνο αυτά που θες και προσπερνάς όσα δε σε βολεύουν; Γιατί χαμογελάς με φειδώ, γιατί θυμώνεις επειδή έτσι πρέπει;
Εκπαιδευτής ενδόμυχων πόθων, πιόνι ανασφαλειών κι εκτελεστής καλοστημένων σχεδίων; Αυτό είσαι; Κι ο έρωτας; Τι είναι ο έρωτας για σένα; Ένας αγώνας εύθικτων εγωισμών με νικητή τον πιο καλό διπλωμάτη κι έπαθλα την αυτοϊκανοποίηση και την αυτοεπιβεβαίωση;
Ξέρω τι σκέφτεσαι. Προφανώς κ έχεις έτοιμη την υπερασπιστική γραμμή σου. Άλλωστε τα έχεις όλα τόσο καλά βαλμένα σε ασφυκτικά μικρά κουτάκια που δε χωρούν καν στάλες συναισθημάτων μέσα, έτσι για να μην πληγωθείς, να μην παραδεχθείς, να μην υποκύψεις, να μην αφεθείς, να μη ρισκάρεις.
Φταίει το παρελθόν, θα πεις. Φταίει εκείνος ο άλλος, ο πρώην, ο άνθρωπος που μπήκε, έκλεψε κι έτρεξε. Φταίει η αυθόρμητη, ευκολόπιστη, ευάλωτη πλευρά του εαυτού σου που δίκασες και καταδίκασες σε ισόβια κάθειρξη. Ένας και μόνος είναι ο υπαίτιος. Ο στριμμένος χαρακτήρας σου. Αυτός που διαλύει όσα είχαν προοπτική να γίνουν, που διώχνει όσα ήθελαν να μείνουν, αυτός που ξορκίζει τις ευλογίες και μετρά τις αναλογίες, έτσι, για να μη χάσει.
Ξέρεις, όμως, τι χάνεις; Χάνεις βλέμματα που μόλις αντικρίζονται, ηλεκτρίζονται, χάνεις στήθια που μόλις ενωθούν, πάλλονται, χάνεις παλάμες που ιδρώνουν στην ιδέα ενός και μόνο αγγίγματος, χάνεις βράδια που δεν ξημερώνουν στη σκέψη ενός και μόνο φιλιού, μιας ατάκας, μιας μορφής. Χάνεις μέρες που αποκτούν φως από αυτό της αναγέννησης, φως που έρχεται απ’ το μέσα σου, γιατί άφησες πίσω το σκοτεινό παρελθόν κι επιτέλους ξημέρωσε ένα αλλιώτικο παρόν.
Χάνεις πονεμένα μάγουλα από χαμόγελα διαρκείας, χάνεις βαθιές ανάσες ανεκδιήγητου πόθου και πάθους, χάνεις το «ζω για σένα μόνο», χάνεις το «σε θέλω» που δεν ερμηνεύεται, που δεν αναλύεται, γιατί δεν ξέρεις τι θες, γιατί τα θέλεις όλα, όλα όσα έχεις δει σε αυτόν κι όλα όσα δεν σου έχουν αποκαλυφθεί ακόμα. Θες το τώρα, το μετά ίσως και το πάντα, θες εκείνον και μόνο εκείνον.
Τα θυμάσαι όλα αυτά; Τα έζησες, τα έπνιξες, τα έσβησες, τα απομυθοποίησες; Υποτίμησες την αξία των αισθήσεων, επειδή έχασες την πίστη σου στην αξία των ανθρώπων; Δε χαμογελάς για να μην κλάψεις και δεν ελπίζεις για να μην απογοητευτείς; Τι στερείς κι από ποιον, ξέρεις; Από σένα το δικαίωμά σου να ζήσεις κι απ’ τους άλλους την επιθυμία τους να σε ζήσουν.
Προσδιορίζεις ως ύποπτα και κακοπροαίρετα όσα σου δίνουν, γιατί το ίδιο έχεις μάθει να κάνεις κι εσύ. Τους ξεγελάς και ξεγελιέσαι. Τους παίζεις και σε παίζουν. Τους δοκιμάζεις και σε δοκιμάζουν. Και ξενερώνεις και θυμώνεις κι αυτοεπιβεβαιώνεσαι ότι πράγματι είναι τόσο σκάρτοι όσο είχες προβλέψει, απλά και μόνο γιατί σε πληρώνουν με το ίδιο νόμισμα, απλά και μόνο γιατί αμύνονται απ’ τις δικές σου αλόγιστες επιθέσεις.
Και τι ήθελες δηλαδή; Να αγοράσουν την ειρωνεία με ευθύτητα; Να αγοράσουν το πείσμα με αυταπάρνηση; Να αγοράσουν την υποκρισία με ειλικρίνεια; Να δώσουν τα αυθεντικά τους για τα υποκριτικά σου; Να ανταλλάξουν την ανέχειά τους με τη στριμάδα σου;
Είδαν απλά σε σένα αυτά που δεν μπορείς να δεις εσύ, αλλά μην έχεις την ψευδαίσθηση ότι θα κάνουν κανένα σπουδαίο αγώνα να σε πείσουν για όσα δε θες να παραδεχτείς. Είχαν κι εκείνοι παρελθόν, ξέρεις. Γνώρισαν κι εκείνοι απελπισία, πόνο, απογοήτευση. Και προχώρησαν για να ζήσουν, όχι για να τα βάλουν με ανθρώπους σαν κι εσένα, που νομίζουν ότι επαναστατούν απέναντι στον έρωτα ενώ στην πραγματικότητα υποκλίνονται μπροστά στον εγωισμό.
Άσε τα πείσματα. Φέρε εσύ στη ζωή σου αυτά που δε σου έφερε εκείνη. Χαμογέλα, τέλος πάντων. Πόσο κοστίζει η καλοσύνη σου; Κανείς δε θα την αγοράσει με πιο πολλά λεφτά από σένα, γιατί κανείς δεν την έχει τόσο ανάγκη όσο εσύ. Δώσε τους επιτέλους την ευκαιρία να μείνουν γι’ αυτό που είσαι αντί να φύγουν γι’ αυτό που προσποιείσαι. Ούτε εσένα δε σου αρέσεις και το ξέρεις καλά.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη