Υπεροψία κι ενοχικότητα. Υποθέσεις άκρως προσωπικές. Ο μόνος διάλογος με έναν ομιλητή είναι αυτός με τον εαυτό μας. Μήπως τελικά η αυτογνωσία είναι εποχική; Σαν τη γρίπη. Μόνο που δεν κολλάς ιό. Κολλάς ανθρώπους, γνώμες, καταστάσεις κι εκδηλώνεις συμπτώματα αυταρέσκειας, νωχελικότητας, απελπισίας, αυτοϊκανοποίησης, ναρκισσισμού. Τελικά ποιος απ’ όλους είσαι;
Πτωχαλαζόνες. Αδέκαροι τυχοδιώκτες που νείρονται απολαύσεις. Δεν έχουν ποτέ μετρήσει τι έχουν να δώσουν, αλλά ξέρουν πολύ καλά τι γυρεύουν να αγοράσουν. Κι είναι πρόθυμοι να κάνουν πολλά παζάρια μέχρι να τους μεταβιβαστεί η κυριότητα εκείνων που ποθούν. Άλλωστε, ποιος δε θα ‘θελε να είναι μαζί τους; Οι ίδιοι θα ερωτεύονταν τον εαυτό τους σε κάθε περίπτωση.
Άφατοι. Αδέκαροι επαίτες που αποζητούν τα βασικά. Έχουν μετρήσει αυτά που έχουν να δώσουν και θεωρούν πως δεν πιάνουν τίποτα στην αγορά. Δεν είναι πρόθυμοι να βαυκαλίσουν για να αποκτήσουν, γιατί δεν πιστεύουν ότι το αξίζουν. Άλλωστε, ποιος θα ‘θελε να είναι μαζί τους; Οι ίδιοι δε θα έμπλεκαν με τον εαυτό τους σε καμία περίπτωση.
Το ‘χασαν στο ζύγι και τώρα δεν ξέρουν από ποια μεριά γέρνει τελικά. Μήπως η αλήθεια βρίσκεται κάπου στη μέση; Δεν είμαστε τόσο καλοί ούτε τόσο κακοί όσο νομίζουμε για τον εαυτό μας. Απλώς η γρίπη ανεβάζει πυρετό κι εμείς παραλογιζόμαστε όταν χτυπάει σαραντάρια. Στο ενδιάμεσο, εκεί που επιβιώνουμε στους 36.6 και δε μας επηρεάζουν ούτε ανάδρομοι πλανήτες, ούτε ματιάσματα, ούτε άλλα τέτοια βάσανα, ξέρουμε πολύ καλά ποιοι είμαστε και τι έχουμε να δώσουμε.
Απλά ο ασθενής έχει την τάση να υπερβάλει. Επειδή νιώθει πως φταίει που κόλλησε ξανά και πρέπει να καλύψει την υπαιτιότητα, είτε πίσω από μερικές δόσεις αυτοθαυμασμού ώστε να μπερδέψει τους άλλους και να αρέσει είτε πίσω από μερικές δόσεις δακρύων για να τον λυπηθούν. Κι ίσως κάπου εκεί πείθουν τον εαυτό τους κι αυτογουστάρονται ή αυτολυπούνται. Δεν είναι εύκολη υπόθεση η λογική και σίγουρα εν βρασμώ ψυχής –και σώματος– είναι είδος προς εξαφάνιση.
Δεν είμαστε, όμως, τόσο τέλειοι. Δεν τα κάνουμε όλα τόσο σωστά όσο νομίζουμε. Δεν είμαστε αυτοί που μόνο πληγώνονται, που μόνο υποχωρούν, που πάντα νοιάζονται, που πάντα υποκύπτουν από μεγαλοκαρδία. Μπορεί έτσι να μας λένε φίλοι και γονείς επειδή μας καλομαθαίνουν ηθελημένα ή αναγκαστικά, μπορεί έτσι να μας λέμε κι εμείς οι ίδιοι επειδή μας καλομαθαίνουμε για να μας γουστάρουν ή για να μας γουστάρουμε, αλλά τα κουσούρια είναι το τρίτο μετά το βήχα και τον έρωτα που δεν μπορεί να κρυφτεί.
Δεν είμαστε ούτε τόσο καθάρματα. Δεν τα κάνουμε όλα τόσο λάθος όσο νομίζουμε. Δεν είμαστε πάντα αυτοί που πληγώνουν, που επωφελούνται, που αδιαφορούν, που εκμεταλλεύονται από μικροψυχία. Μπορεί έτσι να μας λένε νυν και πρώην επειδή με χτυπήματα νομίζουν πως θα μας συνεφέρουν ή θα μας καταστρέψουν, μπορεί έτσι να μας λέμε κι εμείς οι ίδιοι επειδή μας αυτοτιμωρούμε από τύψεις ή από χαμηλή αυτοπεποίθηση, αλλά ποτέ δε φταίει μόνο ο ένας.
Με αντιβίωση, ομοιοπαθητική, γιατροσόφια κι υπομονή θα περάσει κι αυτό. Κι ύστερα με ψυχανάλυση, με βοήθεια ή χωρίς, θα καταλάβουμε ποιοι είμαστε τελικά. Ίσως με ταραγμένο ανοσοποιητικό και λίγη ψυχή λιγότερη, είναι στο χέρι μας βγούμε από αυτό πιο δυνατοί και πιο ειλικρινείς, πρωτίστως με τον εαυτό μας.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη