Βάζω ξυπνητήρι. Μετράνε ήδη αντίστροφα οι ώρες ύπνου που μου απομένουν κι απόψε. Η τηλεόραση παίζει κάτι σε επανάληψη, όπως κι εγώ στην επανάληψη έχω παίξει τη ζωή μου. Ο από πάνω ροχαλίζει εδώ κι ώρα κι απλά παρακαλάω να γυρίσει πλευρό. Στο απέναντι διαμέρισμα κάποιος δυσκολεύεται να βάλει το κλειδί στην κλειδωνιά και βρίζει θεούς και δαίμονες. Κι ένας σκύλος, κάπου στη γειτονιά, γαβγίζει ασταμάτητα.
Σηκώνομαι. Βάζω νερό. Δεν ξέρω αν διψάω, αλλά έχω υπερένταση. Οι ήχοι με αποσπούν και χάνω τον ύπνο μου. Ανοιγοκλείνω το ψυγείο, αν κι η εικόνα του είναι πάντα απογοητευτικά άδεια. Και τις λιγούρες μου δεν τις διαχειρίζομαι ποτέ με σύνεση όταν νυχτώνει. Οι σκέψεις βουίζουν μες στο κεφάλι μου. Τρέχουν απόψε οι δείκτες και το πρωί θα καταριέμαι τους πάντες και τα πάντα, γυρεύοντας εθισμένα καφεΐνη για να βρω τον εαυτό μου.
Ένας ήχος απ’ την κρεβατοκάμαρα με στέλνει ξανά στο δωμάτιο να ψάχνω εγώ στα σκοτάδια το κινητό μου, γιατί όπως φαίνεται εσύ ψάχνεις εμένα. Κολλάω και κοιτάω την οθόνη και κατεβάζω όλο το ποτήρι με το νερό ευελπιστώντας να περιέχει κάτι σε αλκοόλ. Το όνομά σου ξυπνά μνήμες, πάνω που είχαν αποφασίσει να κοιμηθούν για τα καλά.
Τι σου συμβαίνει τώρα; Σε ξαγρυπνούν κι εσένα οι γείτονες; Σε χειραγωγούν οι ερινύες; Ξέμεινες από εναλλακτικές; Δε θα τα βάλω με τις πιθανότητες. Έγιναν δεδομένα στους υπολογισμούς που έριξαν εμάς τους δύο έξω. Σε ξέρω πια καλά. Σε κάνω εικόνα.
Έβαλες ξυπνητήρι -αν και θα το αναβάλεις πολλές φορές μέχρι να το κλείσεις. Έτσι αναβάλλεις να κλείσεις και το κεφάλαιο μαζί μου. Θα κάνεις ζάπινγκ και θα μείνεις σε εκείνη την ταινία που δεν είδες απ’ την αρχή και σίγουρα δε θα προλάβεις το τέλος. Στο διάλειμμα θα πιάσεις το κινητό να κάνεις like και να δεις ιστορίες. Όλο και κάποιος θα ξενυχτάει για να πείτε καμιά χαζομάρα. Ίσως να πείτε και τίποτα παραπάνω, αλλά το πρωί θα το έχεις μετανιώσει. Αν πάλι χοντρύνεις τη συζήτηση, το πρωί ίσως και να ‘χεις σιχαθεί τον εαυτό σου.
Κι εκεί που τίποτα στο παρόν δεν είναι, τελικά, αρκετά ενδιαφέρον για σένα, θα αναζητήσεις στο παρελθόν τις διαθεσιμότητες. Εγώ πρώτο όνομα. Στην αϋπνία μου ποντάρεις για απαντήσεις. Έχω υποκύψει κάποια βραδιά, που αντί ο από πάνω να ροχαλίζει προσέφερε ηδονές στην κυρά Μαρία και που ο απέναντι ψιθύριζε ερωτόλογα στο μπαλκόνι σε κάποια νεόφερτη παρουσία. Αλλά το πρωί το είχα κι εγώ μετανιώσει. Κάποια πρωινά με είχα κι εγώ σιχαθεί.
Είναι αργά για εμάς, κοιμήσου. Σβήσε ό,τι σβήνεται, αν ξελογιάζεσαι από παλιές καλές κουβέντες κι εποχές. Ξέχνα ό,τι ξεχνιέται, αν αναπολείς παλιές καλές στιγμές κι απολαύσεις. Δε βρήκαμε πότε λύσεις για τα απωθημένα μας. Βρήκαμε μόνο αφορμές να τους δώσουμε κι άλλη αξία. Κι έχουμε πληρώσει, μωρό μου, ήδη αρκετά.
Κοιμήσου. Όνειρα κι εφιάλτες περιμένουν και τους δυο μας για να μας πάνε κι απόψε σε αλλοπρόσαλλες εκδοχές. Βλέπεις, στη ρεαλιστική εκδοχή εγώ κι εσύ δεν πάμε πουθενά. Δεν έχει για εμάς προοπτικές αυτό που κάποτε έμοιαζε πολλά υποσχόμενο. Κι όσο γυροφέρνεις το αναπόφευκτο, αυτό σε δεσμεύει, σε παραλύει.
Ο από πάνω γύρισε μάλλον πλευρό κι ο απέναντι θα ‘χει ήδη ξαπλώσει. Ο σκύλος κουράστηκε κι η τηλεόραση έσβησε από μόνη της. Σβήνω κι εγώ. Καληνύχτα.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη