«Φοβάμαι και σ’ αγαπώ» σου είπα ένα απ’ τα βράδια μας χαζεύοντας το χέρι σου να ταξιδεύει πότε στα μαλλιά μου και πότε στη μέση μου, με τα ακροδάχτυλά σου να με ανατριχιάζουν και να με νανουρίζουν ταυτόχρονα. Τα σεντόνια ανάστατα, πιο κει πεταμένο όπως-όπως το σακάκι της δουλειάς μου και στο πάτωμα σκορπισμένες οι σημειώσεις από κείνο το μάθημα που χρωστάω ακόμα.

Ξέρεις όμως, τι μ’ αρέσει όταν βρίσκομαι στην αγκαλιά σου; Ότι τότε δε χρωστάω τίποτα και σε κανέναν, εκτός από ένα εγκάρδιο ευχαριστώ σε σένα, που πίσω απ’ τη γυναίκα με τα ψηλοτάκουνα και το κόκκινο κραγιόν, λατρεύεις το κοριτσάκι μέσα μου, λατρεύεις το κοριτσάκι σου, εμένα.

Φοβάμαι. Τα γεμάτα αγάπη «να προσέχεις τον εαυτό σου» του μπαμπά και της μαμάς σε κάθε βιαστικό τηλεφώνημα δεν τα παρέβλεψα ποτέ. Εκείνα διάλεξαν να παραδοθούν σε σένα, γιατί σε εμπιστεύονται μάλλον πιο πολύ από κάτι δικές μου βραδινές απελπισίες, κάτι αλλόκοτες τάσεις φυγής, κάτι ανόητα πισωγυρίσματα και κάτι ενοχικές αναποφασιστικότητες. Εσύ πάντα ξέρεις, εσύ είσαι πάντα ακέραιος, ακλόνητος, έτοιμος να κρατήσεις κάθε βάρος, ακόμα κι αυτά που εμένα με τσακίζουν.

Φοβάμαι και σε χρειάζομαι. Όλα τα μπορώ, αλλά δεν τα αντέχω όλα. Με καταδιώκουν εκείνα τα «Καιρός να μεγαλώσεις» που μόνο έγνοιες κι άγχη καταφέρνουν τελικά να μεγαλώσουν μες στο κεφάλι μου κι έρχεσαι τότε εσύ, σαν μπόρα να μπεις στο μυαλό και στο σώμα μου, να τρομάξεις, να μουσκέψεις και να ξεπλύνεις κάθε φοβία μέσα μου, αποθεώνοντας τη γυναίκα κι απελευθερώνοντας το κορίτσι. Έτσι είσαι εσύ. Καταιγίδα κι ουράνιο τόξο μαζί. Κι έτσι είμαι κι εγώ. Γυναίκα και κορίτσι μαζί. Γι’ αυτό κι είμαστε έτσι κι εμείς, μαζί…

Όλα για σένα. Να χαμογελάω και να δακρύζω για σένα. Να ψιθυρίζω και να φωνάζω για σένα. Να καίγομαι και να λιώνω για σένα. Να ντύνομαι και να γδύνομαι για σένα. Να είμαι θηλυκό κι αγρίμι για σένα. Να είμαι κυρία και παιδί για σένα. Να λικνίζομαι στριμωγμένη σε κολλητά φορέματα και στενές γόβες για σένα και να χοροπηδάω άνετη σε ροζ, φαρδιές πιτζάμες και χρωματιστές κάλτσες πάλι για σένα.

Όλα για σένα, γιατί εσύ τα σέβεσαι όλα. Γιατί χώνεις το πρόσωπό σου στα μαλλιά μου κάθε φορά που χαλάω το βραδινό μου χτένισμα, όταν γυρίζουμε σπίτι. Γιατί μένεις να με χαζεύεις όταν έχω ξεβαφτεί, αγνοώντας τους μαύρους κύκλους της αϋπνίας μου ή τις φακίδες της επιδερμίδας μου. Γιατί θα χαζολογήσεις με τα αυτιά μου που τα βρίσκω πεταχτά, γιατί θα τσιμπήσεις τα μάγουλά μου που κοκκινίζουν χωρίς λόγο κι αιτία, γιατί θα με γαργαλήσεις μέχρι να ακούσεις τα πιο γελοία χαχανητά μου και μέχρι να μου κοπεί η ανάσα απ’ τα γέλια.

Σ’ αγαπάω. Γιατί γελάς ήδη πριν καν να προλάβω να ολοκληρώσω τη φράση «Θα σου πω κάτι, αλλά μη γελάσεις», γιατί θα πεις ναι όταν θα απορήσω «Μήπως έκανα βλακεία;» και γιατί θα απαντήσεις «όχι» όταν θα προσπαθήσω να σε καλοπιάσω με εκείνα τα «Θέλω μια μικρή χαρούλα», απλά και μόνο για να με τσαντίσεις, να μουτρώσω και να στριμωχτώ στην άκρη του καναπέ, όπως τότε που η μαμά δε μου έπαιρνε σοκολάτα ή που δε με έπαιζαν οι συμμαθητές μου στο σχολείο. Αυτά τα πείσματά μου, τα νάζια μου, την παιδικότητά μου θέλω να ξέρεις πως με έχεις κάνει να τα λατρέψω όσο ποτέ, γιατί αναγνώρισες σε αυτά την πηγαιότητα, την αυθεντικότητα και την ειλικρίνεια.

Να με αγαπάς, να με προσέχεις, να με κακομαθαίνεις. Κι εγώ να σε αγαπάω, να σε νοιάζομαι, να σε εκτιμώ. Τύχη κι ευτυχία να είσαι πούπουλο στα χέρια κάποιου και χρυσάφι στην καρδιά του. Να νιώθεις ελεύθερος να τα πεις και να τα αισθανθείς όλα και ταυτόχρονα να νιώθεις δεμένος με τον άλλον για να χτίσεις μαζί του ό,τι αξίζει και να γκρεμίσεις ό,τι εμποδίζει.

«Το ξέρω», είχες αποκριθεί εκείνο το βράδυ κι έσβησες  μετά το φως. Ήθελα κι άλλα να σου πω, αλλά αποκοιμήθηκα με εκείνα τα χάδια σου. Ήθελα να σου πω πως ποτέ δε μ’ άρεσε να ‘μια κοριτσάκι τόσο πολύ όσο μ’ αρέσει να ‘μαι το δικό σου κοριτσάκι. Αυτό που φοβάται και σ’ αγαπάει, αλλά που δε φοβάται να σ’ αγαπάει. Καληνύχτα.

 

Συντάκτης: Εβίτα Λυκούδη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη