Γούστο. Η υποκειμενικότητα σε όλο της το μεγαλείο. Δεν μπορείς να φέρεις αντίρρηση ποτέ στο τι θεωρεί ο άλλος ωραίο στο μάτι, στη γεύση, στο κρεβάτι. Και τέλος πάντων «γούστο του και καμάρι του» που λέει κι ο σοφός λαός. Αν όμως, πρόκειται για το γούστο του συντρόφου μας; Εδώ ο λαός δεν προέβλεψε κάτι, αλλά η φράση έχει ως εξής: «γούστο του και κατάρα του».
Φταίει προφανώς ότι βάλαμε το δρόμο, τις πασαρέλες, τις καφετέριες, τα μπαρ και τα κλαμπ μες στο σπίτι μας. Φρόντισαν Instagram και Facebook να μη βαριόμαστε ποτέ. Κουνώντας κυριολεκτικά απλά το μικρό μας δαχτυλάκι μπορούμε να βρεθούμε οπουδήποτε οποτεδήποτε και να κάνουμε χάζι δίχως τελειωμό. Κι εκτός από χάζι, μπορούμε να κάνουμε και likes. Πολλά likes. Όσα τραβάει η όρεξή μας.
Και κάθεται, λοιπόν, το άλλο μισό και μιας και δεν έχει τι να κάνει, θαυμάζει τα καλούδια που ξεδιπλώνονται στην οθόνη του. Όχι, μην πάει ο νου σας στο φαγητό. Είναι στη γράμμωση το κορμί, δεν κάνει τέτοια. Μιλάμε για άλλες απολαύσεις. Μιλάμε για σέξι πόζες, άφαντα μαγιό, λαδωμένα κορμιά, προκλητικές μούρες, λεζάντες που παραπέμπουν στις πενήντα αποχρώσεις του γκρι κι άλλες τέτοιες καθημερινές καταστάσεις. Και πάει και πατάει like. Κανονικότατη υπογεγραμμένη καταδίκη. Όχι σε θάνατο, σε ξενέρα.
Γιατί μπορεί ο Θεός να αγαπά τον κλέφτη, αλλά αγαπά και τον νοικοκύρη. Και φρόντισε δικαίως τα likes να φαίνονται και στους άλλους χρήστες. Και τι να πεις, τέλος πάντων, όταν πέσεις πάνω στις εκδηλώσεις θαυμασμού του συντρόφου σου σε άλλα κορμιά; Δεν μπορείς να πεις, γούστο έχει και ξέρει να το δείχνει κιόλας. Αυτό που δεν ξέρουμε αν ξέρει είναι πως εσύ έχεις όρια και μάλλον δεν του τα έχεις δείξει.
Η πρώτη αντίδρασή σου παραπέμπει λίγο σε εγκεφαλικό. Ζεσταίνεσαι, κοκκινίζεις, μπερδεύεις τα λόγια σου, ιδρώνεις, νομίζεις πως σε γελούν τα μάτια σου. Σε δεύτερο χρόνο, μάλλον κάνεις screenshot τα αποδεικτικά στοιχεία, γιατί «Κύριε δικαστά, δεν έφταιγα. Πατούσε likes σε φωτογραφίες ακατάλληλου περιεχομένου». Και στο τέλος, με τα νεύρα σου τσατάλια και την ανοχή σου εξαντλημένη, ετοιμάζεσαι για κήρυγμα. Κράξιμο, εν ολίγοις.
Αλλά θα γίνει μία, θα γίνει δύο, θα γίνει τρεις φορές. Κάπου το κήρυγμα θα καταλήξει ανώφελο. Θα βαρεθείς να λες στις παρέες σου πως δε σε σέβεται, πως ψάχνεται, πως κάτι λείπει απ’ τη σχέση σας, θα κοιμηθείς με γεύση ξενέρας κάμποσα βράδια, ίσως σκεφτείς να κάνεις κι εσύ το ίδιο, μήπως και βάλει μυαλό.
Μπορεί και να σπάσατε και καμιά συσκευή, έτσι πάνω στο τσακίρ κέφι, όταν άναψαν τα αίματα, μπορεί και να κλείσατε κανένα προφίλ για καμιά εβδομάδα, λες και πήγατε σε κλινική αποτοξίνωσης, μπορεί να σκεφτήκατε να ανοίξετε έναν κοινό λογαριασμό τύπου «Τάκης και Σούλα τάδε» και τελικά τα likes κάτω απ’ τα εξαίσια κορμιά να έχουν πλέον την υπογραφή και των δυο σας. Φοβερό;
Ο κατηγορούμενος δείχνει αμετανόητος κι οι ποινές δε φαίνονται ικανές να τον συμμορφώσουν. Και κάπου εκεί, ο ενάγων βαρέθηκε κι αποσύρει τις κατηγορίες. Φεύγει με υπεροπτικό ύφος απ’ το δικαστήριο, τύπου «απαξιώ» και δε γυρίζει σπίτι το βράδυ, ούτε απαντά στα τηλέφωνα. Πετάει μόνο ένα «Μην αγχώνεσαι για μένα, πάτα κανένα like να περάσει η ώρα σου» και χαμογελάει δαιμονικά.
Ξέρεις, ο λαός λέει και το άλλο σωστό «κι ο Θεός φοβέρα θέλει». Και κάπως έτσι τα likes βγαίνουν ξινά και τα άλλοτε λαχταριστά κορμιά δε χωνεύονται πλέον.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη