Ψέματα που ειπώθηκαν κι αλήθειες που κρύφτηκαν για τα καλά. Μια χούφτα ουσία ό,τι απόμεινε για σένα και για μένα. Αυτό ήμασταν, όμως. Δυο άνθρωποι που απέφυγαν αυτό που ποτέ τους δεν άντεξαν να δουν και που συγκάλυψαν αυτό που δεν είχαν το θάρρος να υποστηρίξουν.
Έγκλημα το ψέμα μας, μάτια μου, κι όπλο μας η ασυνειδησία. Κι η ποινή; Μια σκέτη, ωμή θρασεία απενοχοποίηση. Αυτοκριθήκαμε αθώοι. Γιατί, άλλωστε, ποιο το νόημα να κατηγορήσεις κάποιον για την ίδια του την αυτοκαταστροφή;
Και δεν ντραπήκαμε ποτέ μας. Τραπήκαμε μονάχα σε αυτή την άτακτη φυγή που βόλεψε όπως-όπως τις αδυναμίες μας. Και τι μας έμεινε τελικά; Χίλια δυο «αν» κι άλλα τόσα ερωτηματικά για την πιθανότητα να είχαμε δοκιμάσει έστω και λίγο να είμαστε αληθινοί. Να είμαστε ειλικρινείς.
Πόσα θα μπορούσα να δεχτώ αν μου τα είχες πει ευθέως; Πόσα θα μπορούσες να μου συγχωρήσεις, αν τα είχες μάθει από μένα; Πόσο βάρος κουβαλήσαμε τελικά μόνοι μας, από φόβο πως ο άλλος δε θα άντεχε να το σηκώσει μαζί μας και πώς αυτό πλάκωσε και τους δυο μας;
Αν αυτό που μου έκρυψες θα το αγαπούσα περισσότερο; Το αναρωτηθήκαμε ποτέ αυτό; Αν θα αγκάλιαζα τις φοβίες σου κι αν θα απάλυνες τον πόνο απ’ τις πληγές μου; Δυο τέλειοι, αλάθητοι άνθρωποι εγώ κι εσύ. Δυο άνθρωποι τόσο ψεύτικα αυτοδύναμοι, που πειστήκαμε τελικά πως δεν έχουμε ανάγκη να υπάρχουμε μαζί.
Το πιο μεγάλο ψέμα μας ήταν ότι εμείς οι δυο ερωτευτήκαμε σαν τέλειοι. Ήθελα να είμαι ό,τι καλύτερο για σένα κι ήθελες να ‘σαι ό,τι καλύτερο για μένα κι αποκρύψαμε αυτά που κινδύνευαν να μας χαλάσουν την άριστα δομημένη εικόνα μας. Μα δε γλυτώνεις τελικά απ’ αυτό που είσαι. Μόνο να το αποδεχτείς και να το αγαπήσεις σου απομένει. Να το κάνεις κομμάτι σου, να το κάνεις ζωή σου κι αντί να το σέρνεις όπως-όπως κακομεταχειρίζοντάς το σαν για τιμωρία, να το εκτιμήσεις πρώτος εσύ.
Σκέφτομαι ώρες-ώρες τις στιγμές που σε θυμάμαι να μου λες αυτά που τότε νόμιζα για αλήθεια. Πώς μου χαμογελούσες. Πώς με φιλούσες. Πώς με έκλεινες στην αγκαλιά σου και σου φώναζα πως θα με πνίξεις με ένα ασταμάτητο γέλιο να αντηχεί στους τοίχους. Στους τοίχους που στεριώναμε αυτό που χτίζαμε. Στους τοίχους που τελικά διατηρούσαμε αυτό που λίγο-λίγο γκρεμίζαμε.
Αλλά, βλέπεις, εμείς τα θέλαμε όλα δικά μας. Μέγιστη πλεονεξία τα ψέματά μας. Θέλαμε κι όλα όσα κερδίζαμε λέγοντας ψέματα, αλλά κι όλα όσα δίναμε ο ένας στον άλλο όντας παντελώς ανίδεοι. Εκμεταλλευτήκαμε, τελικά, όλα όσα αγαπήσαμε. Εκμεταλλεύτηκα την εμπιστοσύνη μου κι εκμεταλλεύτηκα την κατανόησή σου. Εκμεταλλεύτηκες την ασφάλεια που σου προσέφερα κι εκμεταλλεύτηκα τα όνειρα που έκανες για εμάς.
Έτσι δε γίνεται με τα ψέματα που λέμε σε αυτούς που αγαπάμε; Εκμεταλλευόμαστε αυτά που τους έφεραν κοντά μας. Τους θέλαμε για όλα αυτά που στο τέλος εμείς οι ίδιοι ξεπουλήσαμε για να αγοράσουμε βολή. Μπόλικη βολή.
Δεν ξανακοιταχτήκαμε ποτέ στα μάτια. Τι να πεις πια όταν δεν είπες αυτά που έπρεπε την ώρα που έπρεπε; Δε χωρούν συγγνώμες. Δεν ξεπλένουν πια τα δάκρυα τα σχέδια που λεκιάσαμε με ψέμα. Μουτζούρες όλα. Δε θα σε ξαναδώ και δε θα με ξαναδείς έτσι κι αλλιώς ποτέ ξανά. Ποτέ τουλάχιστον πριν η καρδιά συγχωρέσει και συγχωρεθεί. Ποτέ πριν σταματήσει να μας ενοχλεί η πραγματικότητα.
Δες πώς τελικά η απόλαυση δεν άξιζε το τίμημα. Δες πώς το περίσσευμα δε γεμίζει το κενό. Ορίστε. Δε χάσαμε τίποτα, έτσι δεν είναι; Χάσαμε αυτό που μας ανάγκαζε να λέμε ψέματα. Τέρμα εγώ το βάρος σου, τέρμα κι εσύ το βάρος μου. Μόνοι κι οι δυο μαζί μ’ αυτά που κρύβαμε τόσο καιρό, ε; Δε θα ‘πρεπε τώρα να είμαστε πιο ευτυχισμένοι από ποτέ; Δεν είναι έτσι. Και δεν είναι έτσι γιατί μάλλον αγαπιόμασταν περισσότερο από όσο εμείς –εγώ κι εσύ– μπορούσαμε να φέρουμε βόλτα. Αλλά μη σε νοιάζει. Έλα να πούμε ένα ψέμα ακόμα. Έλα να πούμε «Όλα καλά. Τα λέμε».
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη