Τα βράδια στο κατώφλι σου μοσχοβολά ένα νυχτολούλουδο και μια καφετιά γάτα καρτερεί τη συνηθισμένη άφιξή σου για να ζητιανέψει τα χάδια σου. Γυρίζεις το κλειδί στην κλειδωνιά, σηκώνεις το βλέμμα, γνέφεις χαμογελώντας διακριτικά, κι αυτό ήταν. Δεν είσαι πια εκεί. Η γάτα χάνεται κι αυτή στη διπλανή αυλή. Εγώ ανεβάζω το παράθυρο του αυτοκινήτου, δυναμώνω την ένταση του ραδιοφώνου και πατάω το γκάζι για τη γνωστή επιστροφή.
Πού σε αφήνω; Η νύχτα σήμανε κι απόψε το τέλος. Εσύ γυρίζεις στο κρεβάτι σου κι εγώ στις ίδιες σκέψεις. Εγώ πότε θα δώσω ένα τέλος στους αποχαιρετισμούς που δεν αντέχονται; Πότε σαν άγιο φυλαχτό θα σε κρατήσω στο κρεβάτι μου; Πότε θα γεμίσει επιτέλους το σπίτι μου; Το σπίτι μας!
Δε θέλω να σε γυρίζω σπίτι τα βράδια. Με πιάνει πάντα εκείνο το φανάρι στον γυρισμό κι η αναστροφή δελεάζει την υποχρέωσή μου να συνεχίσω ευθεία και να μην έρθω πάλι να σε βρω. Κι αν ποτέ υπέκυψα, εσύ δεν το ‘μαθες ποτέ. Ήρθα, κοίταξα προς το παράθυρό σου, καταράστηκα τις συνθήκες που με χωρίζουν από ‘σένα κι έφυγα. Ξέρεις, για τη γνωστή επιστροφή.
Δε θέλω να νυχτώνει. Οι δείκτες δε σταματούν στις βόλτες μας. Κάνουν κύκλους μέχρι να πρέπει πάλι να φύγεις. Και το χειρότερο είναι πως εγώ σε πάω εκεί από όπου θα ‘θελα να μπορούσα να σε πάρω. Εσύ ασφαλής κι εγώ αφελής που νόμιζα ότι κάποτε θα το συνήθιζα. Αλλά μένει πάντα πίσω η πικρία απ’ το φιλί της καληνύχτας. Κι ας μοσχοβολά νυχτολούλουδο.
Ο περιπτεράς στη γειτονιά σου με βλέπει να περνάω κάθε βράδυ. Μαντεύω πως πια υπολογίζει σχεδόν την ώρα που θα φανώ απ’ το στενό σου. Αν κατέβω να πάρω τσιγάρα για τον δρόμο φοβάμαι πως θα σχολιάσει αστειευόμενος τη μοναξιά μου και δεν το ρισκάρω. Δεν το ρισκάρω, γιατί ό,τι και να πει θα ‘χει δίκιο. Και δεν αντέχεται.
Είναι σπάνια τα βράδια που τα ξημερώνουμε μαζί. Με ύπνο, με ταινία, με ποτό, με έρωτα. Και καθένα τους με βρίσκει να υπόσχομαι πως αυτή θα γίνει η καθημερινότητά μας. Αλλά δε γίνεται. Κολλάει στις λεπτομέρειες ή στα βασικά. Κι εγώ κολλάω μαζί σου. Ανεξέλεγκτα, απροσδόκητα, απερίγραπτα.
Όταν παρκάρω και μπαίνω σπίτι κι εγώ, στο κινητό αναβοσβήνουν ειδοποιήσεις. Ένα μήνυμά σου με υποδέχεται στο άδειο σπίτι. Ένα τραγούδι, μερικές λέξεις, ένα βίντεο, μια φωτογραφία σου. Κάτι που δεν προλάβαμε να δούμε ή να πούμε, λες και θα ‘ταν ποτέ αρετές οι ώρες που περνάμε μαζί. Θα σου απαντήσω ή θα σε πάρω τηλέφωνο να γεμίσει η φωνή σου τα δωμάτια. Να καληνυχτίσουμε άλλη μια φορά τις χωριστές μας αϋπνίες, μήπως κι αποκοιμηθούν.
Μου λείπεις. Από εκείνη την πρώτη καταραμένη στιγμή που αδειάζει το κάθισμα του συνοδηγού. Από εκείνη τη στιγμή που κανείς δε σιγοτραγουδά αυτό που παίζουν τα ηχεία, που κανείς δε σχολιάζει τους περαστικούς, που κανείς δε γελά φωναχτά. Ερημώνει απότομα ο τόπος μέσα απ’ τα κλειστά παράθυρα του αυτοκινήτου.
Αν μπορούσα να νικήσω τις συνθήκες, ξέρεις τι θα έκανα; Ένα βράδυ θα σε πήγαινα απ’ το σπίτι σου κι όταν θα έκανες να ανοίξεις την πόρτα να κατέβεις, δε θα σε άφηνα. Θα σε κρατούσα μέσα και θα σε πήγαινα σε ένα άλλο κατώφλι. Με ή χωρίς νυχτολούλουδο, με ή χωρίς πορτογύρες γάτες. Με τα ονόματά μας γραμμένα στο κουδούνι. Και με μπόλικη περηφάνια κι άλλον τόσο ασυγκράτητο ενθουσιασμό θα σου έλεγα πως αυτό θα ήταν από τότε κι ίσως για πάντα το σπιτικό μας. Θα κοιμόμασταν σε σκέτο στρώμα στο πάτωμα και στο ταβάνι ευοίωνοι αστερισμοί θα σχηματίζονταν, που θα σήμαναν καλοκαιριές κι ευτυχίες.
Να ‘ξερα μονάχα πότε θα ‘ταν εκείνη η βραδιά και σου ορκίζομαι θα μετρούσα αντίστροφα από τούτη εδώ τη στιγμή. Αλλά δεν ξέρω. Ξέρω μονάχα ότι διατίθεμαι να την περιμένω.
Σε αγαπώ. Καληνύχτα.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη