Δε μιλάμε. Ούτε κουβέντα δε μοιραζόμαστε. Κι εδώ που τα λέμε, ή που τα λέω τέλος πάντων με τον εαυτό μου, την βαρέθηκα αυτή τη σιωπή που βουβά σεργιανάει στη ζωή μου. Μονόλογοι που παριστάνουν τους διαλόγους φανταζόμενοι αποκρίσεις. Νιώθουν για μερικά λεπτά σπουδαίοι κι ύστερα προσγειώνονται ατσούμπαλα στα ίδια και τα ίδια.

Με ρωτάνε τι έχουμε να πούμε εμείς. Ξέρεις κάτι; Ίσως και να μην έχουμε τίποτα συγκεκριμένο να πούμε. Αλλά έχει κολλήσει στο κεφάλι μου αυτή η καταραμένη εντύπωση πως αν ψελλίζαμε μια πρώτη τόση δα κουβέντα, ροδάνι θα ‘τρεχαν τα λόγια κι από πίσω τους εμείς, κυνηγημένοι απ’ τις καθυστερήσεις που θυσιάζουμε καιρό τώρα στην αφωνία.

Κολλήσαμε, όμως, στις αποστάσεις. Ή βολευτήκαμε σε αυτές. Μας ξελόγιασαν οι τυπικότητες, οι ντροπές κι οι εγωισμοί. Αναζητήσαμε τάχα αφορμές, αλλά κρίθηκαν όλες τους όπως-όπως ακατάλληλες για να μας γλυτώσουν απ’ το ρίσκο. Κι ανάθεμα αν δεν παραδέχεσαι στον εαυτό σου πως έχεις κι εσύ θελήσει να μιλήσουμε εμείς οι δύο.

Προσομοιώσεις διαλόγων που δε βγάζουν πουθενά κατακλύζουν το μυαλό μου. Είναι τόσα πολλά αυτά που θέλω να μάθω για σένα. Κι είναι τόσα περισσότερα αυτά που προσποιούμαι πως ήδη ξέρω. Δείγματα που συλλέγω απ’ τον ελάχιστο χώρο που έχω στη ζωή σου. Μαντεύω τη διάθεσή σου, την καθημερινότητά σου, αυτά που σε βασανίζουν. Όλα χάρη σε αυτό το μαραφέτι που λέγεται διαδίκτυο και με βοηθά ή στην τελική με καταστρέφει κάθε φορά κι άλλο λίγο.

Τίποτα δε συγκρίνεται, όμως, με την εικόνα σου να μου μιλάς. Πώς θα με κοιτούσες, άραγε; Θα χαμογελούσες; Θα κουνούσες τα χέρια σου; Θα έκανες παύσεις ή θα τις φοβόσουν; Θα αφηνόσουν; Θα παραληρούσαμε; Θα θέλαμε να τα ξαναπούμε;

Όλοι λένε πως δεν έχουμε τίποτα εμείς οι δύο. Μα εγώ κουράστηκα να διαψεύδω τους κυνικούς. Αυτό που έχουμε το ξέρουμε εσύ κι εγώ, κι αυτό αρκεί για να τα ‘χουμε μπλέξει ήδη αρκετά. Με μπόλικη υπαιτιότητα κι άλλη τόση αδυναμία, καιρό τώρα, πλάθουμε έναν ανομολόγητο πόθο που βρίσκει αδιέξοδο στις υπεκφυγές μας.

Μισώ το ότι δε μιλάμε. Σπάω το κεφάλι μου πώς να σε προσεγγίσω και πάντα μένω αρκετά βήματα μακριά σου. Τόσα όσα υποθέτω πως μένεις κι εσύ από μένα. Θα ‘λεγες πώς, στ’ αλήθεια τρελάθηκα, αν μάθαινες πόσες φορές μες στη μέρα έχω κάτι να σου πω. Από μια «καλημέρα», έναν στίχο που επαναλαμβάνω ασυνείδητα και σου πάει τόσο πολύ, κάτι που είδα ή διάβασα, μέχρι εκείνο το πιο βασανιστικό «Γεια. Τι κάνεις;» που σηκώνει άπειρες απαντήσεις.

«Γεια. Τι κάνεις;»∙ γιατί φοβάμαι τόσο πολύ να στο στείλω ή να το πω, όταν σε συναντάω; Γιατί φοβάσαι τόσο πολύ να μου το στείλεις ή να μου το πεις, όταν με συναντάς; Λες να περιμένεις εσύ από μένα αυτό που περιμένω εγώ από σένα; Κι αν όντως περιμένουμε το ίδιο, συνειδητοποιείς ότι θα χρειαστούμε μια αιωνιότητα για να έρθουμε κοντά;

Δεν έχουμε τόσο χρόνο. Όχι γιατί δεν κουβαλάω αρκετή τρέλα ώστε να κάνω υπομονή, αλλά γιατί κουβαλάω ακόμη περισσότερη ώστε να θέλω να πάρω το ρίσκο και να πούμε επιτέλους αυτά που δεν είχαν μέχρι τώρα φωνή να ειπωθούν.

Με κούρασαν οι υποθέσεις. Με κούρασα κι εγώ, που αποζητώ από σένα την πρώτη κίνηση, γιατί έτσι δε θα νιώσω το φόβο της απογοήτευσης. Αλλά, τελικά, περισσότερο από όλα με απογοητεύουμε εμείς, που απερίσκεπτα χάνουμε αυτά που κρέμονται από μια μας λέξη.

Κι έτσι, επειδή ό,τι έχω είναι το θάρρος της στιγμής, απόψε θα σου μιλήσω. Απόψε θα μάθω αυτό που μέχρι τώρα δεν τόλμησα ποτέ να σε ρωτήσω. Κάπως έτσι έρχομαι τώρα να σου πω «Γεια. Τι κάνεις;» και μένω χωρίς ανάσα μέχρι να μου απαντήσεις. Λοιπόν;

 

Συντάκτης: Εβίτα Λυκούδη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη