Σοκάκια, στενά, λεωφόροι. Σκοτάδια και φώτα. Μελαγχολικές, μυστήριες, αλήτικες νύχτες και πολύβουες, αγχωτικές, υπερκινητικές μέρες. Δρόμοι που όλοι κάπου οδηγούν, δρόμοι που για μένα όλοι οδηγούν σε σένα. Όμως εγώ είμαι ακόμα εδώ και να ‘ξερες πόσο βασανιστικά είναι τα χιλιόμετρα που μας χωρίζουν!
Τους μισώ τους δρόμους. Νομίζω πως με ειρωνεύονται. Είναι εκεί, για να μου θυμίζουν πως υπάρχει τρόπος να βρεθώ δίπλα σου, στην αγκαλιά σου που τόσο μου ‘χει λείψει, στα φιλιά σου που ακόμα σαν τότε καίνε το μέσα μου, στα μάτια σου που είδα την πιο ευτυχισμένη εκδοχή του εαυτού μου κι ας ξέρουν κι εκείνοι όπως κι εγώ πως αυτό είναι αδύνατο.
Είναι αδύνατο, λέω, κι ας μην έχω συμβιβαστεί ακόμα μ’ αυτό. Κι ας μη συμβιβαστώ ποτέ. Βγαίνω έξω κι ακολουθώ τα βήματά μας, εκείνα που κάποτε μας πήγαιναν χέρι-χέρι σε όλα αυτά τα μέρη που θα είναι πάντα «δικά μας», σ’ αυτά τα μέρη που θα θυμίζουν πάντα εσένα κι εμένα, δυο σώματα που φτιάχτηκαν για να χτίσουν ένα αλησμόνητο «εμείς».
Θα μπω στ’ αμάξι και θα οδηγήσω μέχρι να τελειώσει η βενζίνη, μέχρι να νυστάξω και να αποκοιμηθώ στην άκρη του δρόμου. Όσο μακριά κι αν πάω, πάλι θα καταλήξω εδώ, στα «πρέπει» μου, που γίνονται κάθε μέρα λιγότερο πειστικά, στα «πρέπει» σου, που γίνονται κάθε μέρα περισσότερο εξαντλητικά.
Οι ίδιοι δρόμοι που με πάνε, οι ίδιοι πάντα με γυρίζουν. Και τους μισώ πιο πολύ, γιατί δεν έκλεισαν πίσω μου, γιατί δεν γκρεμίστηκαν, ώστε να μη λυγίσω και κάνω αναστροφή. Γιατί ξέρουν, πως όσες αναστροφές κι αν έχω κάνει, πως όσες αναστροφές κι αν κάνω ακόμα, πάντα ξεκινάω ξανά και ξανά να έρχομαι σε σένα.
Όσο υπάρχουν δρόμοι, θα υπάρχεις εσύ. Όσο υπάρχουν δρόμοι, θα υπάρχει για μένα ελπίδα, πως μια μέρα θα βρεθούμε πάλι μαζί στο «εδώ» ή στο «εκεί», στο «κάπου», και θα λυτρωθώ, θα στεριώσω επιτέλους εγώ, θα στεριώσει επιτέλους κι η αγάπη μας που έμεινε μετέωρη πάνω από αποφάσεις κι αποστάσεις.
Τους μισώ τους δρόμους. Τους μισώ, γιατί σε άφησαν να φύγεις, γιατί σου έδωσαν την επιλογή να δραπετεύσεις. Διευκόλυναν τότε το χωρισμό και τώρα τάχα μου μας δίνουν τη λύση για επανασύνδεση; Μας βασάνισαν τότε και μας βασανίζουν ακόμα. Σε έναν δρόμο σε γνώρισα πριν μήνες, σε έναν δρόμο γελάσαμε κάτι μεθυσμένα ξημερώματα, σε έναν δρόμο τσακωθήκαμε κάτι δύσκολες μέρες, σε έναν δρόμο αποχαιρετιστήκαμε κι από τότε οι μήνες μοιάζουν αιώνες, οι νύχτες αξημέρωτες κι οι μέρες πιο δύσκολες από ποτέ.
Σ’ αγαπώ κι αυτό οι δρόμοι το ξέρουν καλά. Το ακούν στις βαθιές ανάσες μου, το βλέπουν στα βουρκωμένα μάτια μου, το νιώθουν στα απεγνωσμένα γκάζια μου. Και δεν τους ένοιαξε ποτέ. Αν τους ένοιαζε, θα σε είχαν φέρει πάλι εδώ, θα είχαν κάνει κάτι, θα είχαν κάνει αυτά που δεν κατάφερα να κάνω εγώ.
Σ’ αγαπώ κι αυτό απ’ όλους το ξέρεις πιο καλά εσύ. Το ακούς ακόμα στα τελευταία παρακλητικά μου λόγια, το βλέπεις ακόμα στο άδειο μου σώμα, το νιώθεις ακόμα στα μηνύματα που γράφω και σβήνω συνέχεια. Μισώ τους δρόμους που σε πήραν, μισώ εμένα που δε σε κράτησα εδώ, αλλά δεν μπορώ να μισήσω εσένα που λείπεις, που μου λείπεις.
Τα «έλα», τα «γύρνα», τα «σε παρακαλώ», τα «σε έχω ανάγκη» θα με κουράσουν κι απόψε όπως και χθες και θα κοιμηθώ με τα ρούχα, με το κλειδί του αυτοκινήτου στο χέρι. Κι όσο εγώ θα κοιμάμαι, εσύ θα οδηγείς μες στη νύχτα και το πρωί οι δρόμοι δε θα μας χωρίζουν πια. Και το πρωί θα ξυπνήσω και θα είσαι εδώ. Και το πρωί θα ξυπνήσω και θα ήσουν απλά όνειρο.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη